About merokamato

ενάντια στη μισθωτή δουλεία

Χωρίς αφεντικά Κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή 2001-2009

Χωρίς αφεντικά

Κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή 2001-2009

Χωρίς αφεντικά: Η διαδικασία των κατειλημμένων εργοστασίων από τους εργάτες στην Αργεντινή
2001-2009. Ένα κείμενο του Red Libertaria de Buenos Aires (Ελευθεριακό Δίκτυο Μπουένος Άιρες)

Εισαγωγή

Από τα τέλη του 2001 και τις αρχές του 2002, τμήματα της εργατικής τάξης της Αργεντινής
εισήγαγαν μια ασυνήθιστη εμπειρία στον αγώνα τους. Την κατάληψη εργοστασίων και την απαρχή
της παραγωγής χωρίς τα αφεντικά. Στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης, με την ανεργία στα ύψη, την
πτώχευση αρκετών εταιρειών και τεράστιες περικοπές, χιλιάδες εργαζόμενοι αυτο-οργανώθηκαν για
να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους.
Οικονομική και πολιτική κρίση
Στο διάστημα 1997-2001 σημειώθηκε μια αρκετά σοβαρή οικονομική κρίση στην Αργεντινή η οποία
επηρέασε αποφασιστικά τις εξουσιαστικές δυνάμεις. Η κρίση αυτή πυροδότησε, επίσης, μια λαϊκή
εξέγερση στις 19 και 20 Δεκέμβρη 2001 η οποία ανάγκασε σε παραίτηση και διαφυγή από τη χώρα
τον τότε πρόεδρο Φερνάντο Ντε λα Ρούα και την απαρχή μιας περιόδου ακυβερνησίας της χώρας (1)
αλλά και την περαιτέρω ανάπτυξη του λαϊκού αγώνα. Η εξέγερση έθεσε τέρμα σε μια σειρά
νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων στη χώρα, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα μια έκρηξη των λαϊκών
αγώνων: συνελεύσεις γειτονιάς, κινήματα ανέργων εργατών και καταλήψεις εργοστασίων και
εταιρειών από τους εργάτες.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, το οικονομικό μοντέλο της χώρας βασίστηκε στη
“μετατρεψιμότητα” του νομίσματος που επιβλήθηκε στην Αργεντινή. Αυτό σήμαινε ότι ένα πέσο
ήταν ίσο με ένα αμερικανικό δολάριο. Ξεκάθαρα, ο μόνος τρόπος διατήρησης αυτής της ισοτιμίας
ήταν διαμέσου των εξωτερικών πιστώσεων. Όταν, από το 1997, οι πιστώσεις αυτές ακρίβυναν, η
οικονομία της Αργεντινής οδηγήθηκε σε σοβαρή ύφεση. Ενώ το οικονομικό αυτό μοντέλο
δημιούργησε τεράστιο ποσοστό ανεργίας (πάνω από 10%) η πραγματική ανεργία ανήλθε σε πάνω από
25%. Αρκετές επιχειρήσεις πτώχευσαν πετώντας όλο και πιο πολλούς εργαζόμενους στο δρόμο. Η
αντίδραση της κυβέρνησης, ακολουθώντας τις συμβουλές του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας,
ήταν η εφαρμογή περικοπών στον εθνικό προϋπολογισμό οι οποίες χειροτέρευσαν ακόμα
περισσότερο την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων. Από το 2001 η Αργεντινή έπαυσε να αποτελεί
παράδεισο επενδύσεων, μιας και μεγάλο μέρος του κεφαλαίου έφυγε από τη χώρα. Η αντίδραση της
κυβέρνησης ήταν να “παγώσει” τις τραπεζικές καταθέσεις, απαλλοτριώνοντας δηλαδή τις καταθέσεις
της εργατικής και της μεσαίας τάξης για να σωθεί το τραπεζικό σύστημα.
Αντιμέτωπη με την κατάσταση αυτή, η άρχουσα τάξη διαιρέθηκε σε δυο στρατόπεδα για να
ξεπεράσει την κρίση, Το ένα στρατόπεδο επιζητούσε την εγκατάλειψη της “μετατρεψιμότητας”,
υποτιμώντας το νόμισμα και καθιστώντας την τοπική παραγωγή πιο ανταγωνιστική σε παγκόσμιο
επίπεδο. Το άλλο στρατόπεδο επιζητούσε την υιοθέτηση του δολαρίου ως νομίσματος καθημερινών
συναλλαγών κάνοντας την τοπική οικονομία όλο και πιο εξαρτημένη από την οικονομία των ΗΠΑ.
Η κοινωνική κατάσταση έγινε πιο δυσμενής τον Δεκέμβρη του 2001. Το “πάγωμα” των τραπεζικών
καταθέσεων είχε ως αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να πληρωθούν. Η έλλειψη χρήματος
επέτεινε τη διαδικασία πτώχευσης και η ανεργία αυξήθηκε περαιτέρω. Αυτό οδήγησε στη μαζική
λεηλασία καταστημάτων στα προάστια των μεγάλων πόλεων στις 15 του μήνα αυτού. Η κυβέρνηση
αντέδρασε με την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, καταπατώντας τα συνταγματικά
δικαιώματα των πολιτών τη νύχτα της 19 Δεκέμβρη. Μετά από ένα προεδρικό διάγγελμα στην
τηλεόραση εκείνο το βράδυ, ο πληθυσμός των μεγάλων πόλεων ξεχύθηκε στους δρόμους,
χτυπώντας κατσαρόλες φωνάζοντας “Τι μαλάκες, τι μαλάκες! Να βάλουν την κατάσταση έκτακτης
ανάγκης στον κώλο τους!” ή “Να φύγουν όλοι, κανείς τους να μη μείνει!”, απαιτώντας την παραίτηση
του υπουργού Οικονομικών, του προέδρου και όλων των πολιτικών. Έτσι άρχισε η λαϊκή εξέγερση,
εξεγερτικής φύσης, που τερμάτισε την προεδρία του Φερνάντο Ντε λα Ρούα.
Λαϊκή κινητοποίηση
Τους μήνες που ακολούθησαν την πτώση του Ντε λα Ρούα, η Αργεντινή εισήλθε σε μια διαδικασία
ανάπτυξης των λαϊκών οργανώσεων και των αιτημάτων τους. Αξιοσημείωτη είναι η ανάδυση των
Συνελεύσεων Γειτονιάς και του κεντρικού ρόλου που έπαιξε το κίνημα των Piqueteros (κίνημα
ανέργων). Οι Συνελεύσεις Γειτονιάς αναδύθηκαν κατά τις πρώτες βδομάδες μετά την πτώση Ντε λα
Ρούα. Σε όλες σχεδόν τις δημόσιες πλατείες και τις μεγάλες γωνίες των μεγάλων πόλεων,
συγκεντρώνονταν χιλιάδες πολίτες για πρώτη φορά. Εκεί συζητούσαν τα πολιτικά ζητήματα,
οργάνωσαν δράσεις (διαδηλώσεις, escraches -κάτι σαν καθιστικές διαμαρτυρίες- και επιζητούσαν,
διαμέσου της αλληλοβοήθειας, να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ανέργων πολιτών. Επίσης,
συγκροτούσαν συντονιστικά των Συνελεύσεων Γειτονιάς που συνέρχονταν σε βδομαδιάτικη βάση
για να συντονίσουν τις δραστηριότητες.
Από την άλλη πλευρά, το κίνημα των Piqueteros -που εμφανίστηκε το 1997, οργανώνοντας εργάτες
που απολύθηκαν μετά την ιδιωτικοποίηση της κρατικής εταιρείας πετρελαίων στην Παταγονία καθώς
και στα βορειοδυτικά της χώρας, εργάτες που αγωνίζονταν για να έχουν εργασία και επιδοτήσεις
που να επουλώνουν τα προβλήματα της ανεργίας τους- εξαπλώθηκε σε πανεθνική κλίμακα. Το 2001
οι φτωχοί και οι άνεργοι στα φτωχοπροάστεια του κέντρου της χώρας, του Μπουένος Άιρες,
οργανώθηκαν και άρχισαν επίσης τις κινητοποιήσεις. Η μεταβατική κυβέρνηση του Εδουάρδο
Ντουάλντε, που εκλέχθηκε από τη Συνταγματική Συνέλευση (που αποτελείται από τη Βουλή και τη
Γερουσία) στις 2 Γενάρη 2002, έπρεπε να αυξήσει τα επιδόματα ανεργίας ώστε να προσπαθήσει να
κατευνάσει τα εκατομμύρια των ανέργων εργατών, αλλά αντί γιʼ αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη των
προλεταριακών διαμαρτυριών. Επιπλέον, οι άνεργοι συγκρότησαν τις δικές τους αυτοδιευθυνόμενες
κοοπερατίβες ώστε να δημιουργήσουν από μόνοι τους θέσεις εργασίας.
Οι οργανώσεις των Piqueteros μεταβλήθηκαν έτσι σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα εκείνη την
εποχή, θέτοντας πολιτικά αιτήματα διαφορετικών τομέων και διαδηλώνοντας πιέζοντας την
κυβέρνηση. Τους πρώτους μήνες του 2002 δημιουργήθηκε μια δυνατή συμμαχία των Συνελεύσεων
Γειτονιάς, κυρίως αυτών από τις πόλεις που αποτελούνταν κατά βάση από πρώην μέλη της μεσαίας
τάξης, και των οργανώσεων των ανέργων των πόλεων, με βάση το σύνθημα “Παλούκι και κατσαρόλα
ο αγώνας είναι ένας”.
Καταλήψεις εργοστασίων
Είναι σ΄ αυτό το πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και των λαϊκών κινητοποιήσεων που ένα φαινόμενο
έλκυσε περισσότερο την αντικαπιταλιστική μαχητικότητα σε όλο τον κόσμο: η διαδικασία κατάληψης
εργοστασίων και επιχειρήσεων και η παραγωγή από τους εργάτες, χωρίς αφεντικά.
Ενώ η διαδικασία αυτή ήταν κάτι νέο στην Αργεντινή, έχει σημαντικούς δεσμούς με τις εργατικές
παραδόσεις και μεθόδους αγώνα. Η τακτική της κατάληψης εργοστασίων έχει μακρά ιστορία στη
χώρα. Η πιο σπουδαία τέτοια κινητοποίηση έγινε το 1964 από την CGT (Γενική Συνομοσπονδία
Εργασίας). Σε μια μέρα 10.000 από τις πιο σημαντικές βιομηχανικές μονάδες της χώρας
καταλήφθηκαν από τους εργάτες με στρατιωτική ακρίβεια. Ο χαρακτήρας της όλης κινητοποίησης
ήταν βέβαια γραφειοκρατικής υφής και οδήγησε σε μια διαδικασία διαπραγματεύσεων ώστε να
συσσωρεύσει εξουσία μέσα στο σύστημα και να μην αποκοπεί από αυτό. Αλλά η κίνηση αυτή σόκαρε
και την αστική τάξη και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία σε τέτοιο σημείο που το σχέδιο αγώνα που
είχε οργανωθεί σε διακριτά στάδια, απέτυχε αμέσως.
Η κατάληψη των χώρων εργασίας ήταν επίσης μέσο αντίστασης ενάντια στα σχέδια ιδιωτικοποίησης
της τότε δικτατορίας. Μερικά παραδείγματα είναι η κατάληψη της ψυκτικής βιομηχανίας Lisandro de
la Torre (που έγινε για να αποφευχθεί η ιδιωτικοποίησή της και η οποία οδήγησε σε μια δυναμική
εργατική εξέγερση στην περιοχή όπου βρισκόταν), η κατάληψη της κλωστοϋφαντουργίας Alpargatas
κατά τη διάρκεια της τελευταίας στρατιωτικής δικτατορίας, του εργοστασίου El Chocón Dam κ.ά.
Υπήρξαν επίσης και άμεσες κινητοποιήσεις που είχαν τις ρίζες και την ιστορία τους στο εργατικό
κίνημα της Αργεντινής, όπως π.χ. η απεργία με την παρουσία ενός εργατικού χώρου, που είναι κάτι
παραπάνω από μια απλή “κατάληψη” εργοστασίου.
Αλλά μετά την κρίση του 2001 εμφανίστηκε κάτι καινούργιο: οι εργάτες καταλάμβαναν ήδη κλειστά
εργοστάσια για να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους και άρχισαν ξανά την παραγωγή χωρίς
αφεντικά.
Στις πιο πολλές περιπτώσεις, οι καταλήψεις άρχισαν ως προληπτικές δράσεις. Αυτό σήμαινε ότι οι
εργάτες επιζητούσαν να εμποδίσουν τους εργοδότες να μεταφέρουν τα μηχανήματα και τα προϊόντα
πριν κηρύξουν πτώχευση. Εάν συνέβαινε αυτό οι επιχειρήσεις δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν
μισθούς και επιδόματα καθώς δεν είχαν πλέον ιδιοκτησία και έβγαιναν στον πλειστηριασμό για να
πληρώσουν τα χρέη τους.
Ωστόσο, οι εργάτες άρχισαν γρήγορα να οργανώνουν ξανά την παραγωγή στα εργοστάσια αυτά.
Είχαν ως οδηγό τη Industria Metalúrgica y Plástica Argentina - IMPA, που είχε καταληφθεί από το 1996
και οι εργάτες της είχαν αρχίσει την αυτοδιεύθυνση, μετά από αντίσταση βδομάδων ή και μηνών, σε
μια από τις πιο σημαντικές πολιτικές και νομικές μάχες.
Σε αυτό το σημείο η αλληλεγγύη που δόθηκε από κατοίκους της περιοχής, τις συνελεύσεις και τους
Piqueteros -η οποία επέτρεψε την κατάληψη μέσω των μαζικών κινητοποιήσεων και το δικαίωμα να
λειτουργήσουν- ήταν απαραίτητη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν είχαν κερδίσει την
υποστήριξη των γραφειοκρατών συνδικαλιστών, των κίτρινων (υπέρ των εργοδοτών) συνδικαλιστών
ηγετών, αν και, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, μερικοί συνδικαλιστικοί τομείς υποστήριξαν
επίσης την κατάληψη. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση, αλλά όχι και η μοναδική, είναι αυτή της
Zanon (που σήμερα ονομάζεται FaSinPat ή Fábrica Sin Patrón - Εργοστάσιο χωρίς αφεντικό), όπου οι
εργαζόμενοι κατάφεραν να ανακτήσουν τις συνδικαλιστικές δομές (πρώτα η βάση και μετά το
συνδικάτο) από τα χέρια της γραφειοκρατίας, μετατρέποντάς την σε αγωνιστική οργάνωση της
ταξικής πάλης.
Οι συνήθεις μηχανισμοί κατάληψης μιας εταιρείας μπορούν να περιγραφούν ως ακολούθως: Πρώτον,
η εταιρεία καταλαμβάνεται για να αποφευχθεί η εξάντληση των αποθεμάτων των προϊόντων και των
κεφαλαιουχικών της αγαθών, να αντιμετωπισθεί ενδεχόμενο lock-out ή να απαιτηθεί η καταβολή
ξεχωριστών μισθών. Στη συνέχεια, αποφασίζεται το εργοστάσιο να αρχίσει να παράγει ως μέσο
κάλυψης των χρεών του εργοδότη. Γιʼ αυτό, οι εργαζόμενοι που δημιούργησαν εργατικούς
συνεταιρισμούς και ανέλαβαν τη νομική μάχη αποζημιώθηκαν με το δικαίωμα της λειτουργίας της
εταιρείας. Τις περισσότερες φορές απέκτησαν, αρχικά, προσωρινά τέτοια δικαιώματα (για δύο
χρόνια ή περισσότερο), αλλά όχι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Έτσι έπρεπε να προβούν σε περαιτέρω
αγώνες για να πετύχουν την απαλλοτρίωση των επιχειρήσεων και μόνο τότε τους δόθηκε το
ακίνητο. Οι αγώνες αυτοί έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, όπως στην περίπτωση της κεραμικής
Zanon.
Αλλά αυτή η πορεία του αγώνα ήταν πολύ μακριά και δύσβατη. Το πλαίσιο της λαϊκής κινητοποίησης
και της πολιτικής κρίσης της αστικής τάξης και της κρατικής εξουσίας ήταν οι συνθήκες που
επέτρεψαν την επίτευξη αυτών των αιτημάτων. Η κυβέρνηση ήταν σε μεγάλο βαθμό αποδυναμωμένη
και δεν μπορούσε να εμποδίσει την κατάληψη των εργοστασίων.
Ωστόσο, δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι με το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των εργοστασίων που έχει
κατακτηθεί, τα προβλήματα έχουν ξεπεραστεί. Πρέπει τώρα να αντιμετωπιστούν τόσο μεγάλα
προβλήματα όσο και αλλού, αλλά εμπορικού χαρακτήρα. Τα κατειλημμένα εργοστάσια ήταν συχνά
άδεια. Δεν είχαν αποθέματα πρώτων υλών ή προϊόντων. Συχνά τα αφεντικά είχαν ήδη αφαιρέσει
μεγάλο μέρος των μηχανημάτων. Σε άλλες περιπτώσεις, το γεγονός του ότι είχαν κλείσει επί μήνες
είχε προκαλέσει ζημιές στα μηχανήματα. Αυτό συνέβη σε πολλά εργοστάσια γυαλιού ή μετάλλου
όπου οι κλίβανοι είχαν καταστραφεί επειδή παρέμεναν εκτός λειτουργίας. Εξάλλου, λόγω των
υψηλών χρεών, τα κανάλια προμηθειών και ενέργειας ή νερού δεν υπήρχαν πια, και είχαν χάσει
σημαντικούς πελάτες λόγω αδράνειας. Για τις επιχειρήσεις αυτές η πρόσβαση σε πιστώσεις ήταν
μηδενική.
Ούτε πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για εταιρείες που είχαν κλείσει λόγω της αδυναμίας τους να
ανταγωνιστούν στην καπιταλιστική αγορά. Πολλές από αυτές είχαν, επίσης, ξεπερασμένη τεχνολογία
και δεν διέθεταν κεφάλαιο. Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η έναρξη των παραγωγικών
δραστηριοτήτων βασίστηκε σε μια ισχυρή δόση αυτοεκμετάλλευσης, προκειμένου να ξεκινήσει η
διαδικασία κεφαλαιοποίησης. Συχνά, οι εργαζόμενοι έπρεπε να δουλεύουν πολλές ώρες χωρίς να
είναι σε θέση να πληρωθούν για να αγοράσουν νέα προϊόντα, και επειδή δεν μπορούσαν να
χρησιμοποιήσουν τις μηχανές τους, έπρεπε να παράγουν σε ένα σχεδόν βιοτεχνικό τρόπο.
Χαρακτηριστικά των εταιρειών χωρίς αφεντικά
Σύμφωνα με μια μελέτη μιας ομάδας δημοσιογράφων από το http://www.lavaca.org, το 2007 υπήρχαν
163 εταιρείες που λειτουργούσαν χωρίς αφεντικά. [2] Οι κατηγορίες των επιχειρήσεων ποικίλουν.
Βασικά, ήταν εταιρείες παροχής υπηρεσιών (πληροφορική, σούπερ μάρκετ, εφημερίδες, σχολεία,
νηπιαγωγεία κ.λπ.), καθώς και παραγωγικές επιχειρήσεις (κατασκευές, εξαρτήματα αυτοκινήτων,
τρόφιμα, λάδι, πλαστικό, γυαλί κ.λπ.). Είναι γενικά μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με την
πλειονότητά τους να έχουν περίπου 50 μετόχους, και κυμαίνονται από 10 μέλη η πιο μικρή μέχρι σε
μια περίπτωση 500 μέλη η πιο μεγάλη. Έτσι μιλάμε για κατάληψη μιας μειοψηφίας των εταιρειών της
Αργεντινής.
Όσον αφορά τις μορφές οργάνωσης, όλες έχουν τη νομική μορφή του συνεταιρισμού. Υπό την
έννοια αυτή, ο νόμος που διέπει τους συνεταιρισμούς είναι πολύ περιοριστικός όσον αφορά τις
οργανωτικές πτυχές, δεδομένου ότι επιβάλλει την ύπαρξη διοικούσας επιτροπής και προέδρου. Οι
πρόεδροι έχουν σχεδόν πλήρεις εξουσίες στη διάθεσή τους, αλλά πρέπει να δίνουν λογαριασμό για
το οικονομικό έτος στους μετόχους στις ετήσιες τακτικές συνελεύσεις. Ωστόσο, πάνω και πέρα από
αυτή τη νομική κάλυψη, οι περισσότεροι συνεταιρισμοί έχουν πράγματι υιοθετήσει άλλες μορφές
οργάνωσης, που εξασφαλίζουν την πλήρη συμμετοχή των συνεργατών σε πολλές διαφορετικές
πτυχές της ζωής της εταιρείας.
Από την άλλη πλευρά, στις περισσότερες περιπτώσεις καταβάλλεται προσπάθεια να διασφαλιστεί ότι
η κατανομή των κερδών είναι ίση μεταξύ όλων των εργαζομένων. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν
μισθολογικές διαφορές είναι πολύ μικρότερες από ό,τι σε άλλες εταιρείες του ίδιου κλάδου.
Σε περιπτώσεις όπου οι επιχειρήσεις χωρίς αφεντικά έπρεπε να προσλάβουν νέους εταίρους, αυτό
έγινε μεταξύ των ακτιβιστών που είχαν υποστηρίξει την κατάληψη από την αρχή. Αυτή είναι η
περίπτωση των κεραμιστών FaSinPat, η οποία κατά τα πρώτα χρόνια της εργατικής διαχείρισης
παρουσίασε ισχυρή αύξηση της παραγωγής, και υποχρεώθηκε να αποκτήσει νέους εταίρους. Πολλοί
από αυτούς ήταν μέλη του Κινήματος Ανέργων (MTD) που βοήθησε τους εργαζόμενους κατά τη
διάρκεια της κατάληψης, στις συγκρούσεις με δυνάμεις ασφαλείας και στις διαδηλώσεις ζητώντας
την απαλλοτρίωση των εγκαταστάσεων.
Ένα τελευταίο στοιχείο είναι ότι πολλές από τις ανακτηθείσες εταιρείες άρχισαν να διαφοροποιούν
τις δραστηριότητές τους, επιδιώκοντας να γίνουν κάτι πιο πέρα από κέντρα απλής παραγωγής
εμπορευμάτων. Έτσι, σε πολλές ανακτηθείσες εταιρείες λειτουργούν πολιτιστικά κέντρα,
βιβλιοθήκες, θάλαμοι πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης, σχολεία, κ.λπ. Αυτή η διαδικασία
ήταν μια πολύ χρήσιμη τακτική για να κερδηθεί η υποστήριξη των τοπικών κοινοτήτων καθώς και να
αποδοθεί ευγνωμοσύνη για τη συμπαράστασή τους. Με τον τρόπο αυτό, η ανάκτηση των εταιρειών
γνώρισε μια σημαντική μεταμόρφωση, ασχολούμενη και με τις διάφορες πτυχές της κοινωνικής ζωής
στις γειτονιές.
Ο Διάλογος: Συνεταιρισμοί ή εργατικός έλεγχος;
Ένα σημαντικός διάλογος στρατηγικού χαρακτήρα προέκυψε στο εσωτερικό της αριστεράς και του
κινήματος των κατειλημμένων εργοστασίων και εταιρειών. Το πρόβλημα που έπρεπε να επιλυθεί
ήταν το πώς οι εταιρείες αυτές θα έπρεπε να οργανωθούν στο πλαίσιο του καπιταλιστικού
συστήματος. Η πιο διαδεδομένη λύση ήταν η δημιουργία συνεταιρισμών. Η μορφή αυτή, η οποία έχει
έναν ακριβή νομικό χαρακτήρα, επέτρεψε στις αυτοδιαχειριζόμενες αυτές εταιρείες να λειτουργούν
νόμιμα και να ασκούν τις δραστηριότητές τους.
Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη πει, το αργεντίνικο Κράτος παρεμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στην
οργανωτική ζωή των συνεταιρισμών. Ενώ κατά το αρχικό στάδιο του αγώνα όλοι οι εργαζόμενοι
δρούσαν επί ίσοις όροις, αποφασίζοντας πώς θα κινείτο μπροστά ο αγώνας μέσα από συνελεύσεις, ο
νόμος περί συνεταιρισμών στην Αργεντινή θέτει σε εφαρμογή έναν οργανωτικό μηχανισμό που
βασίζεται στην αντιπροσώπευση, κάτι που αποξενώνει όλα τα μέλη από την καθημερινή διαχείριση
της εταιρείας. Αυτό το πρώτο εμπόδιο είχε στην πραγματικότητα ξεπεραστεί από πολλές
επιχειρήσεις χωρίς αφεντικά, δεδομένου ότι ενέκριναν μεν την επίσημη ιδιότητα του συνεταιρισμού,
αλλά συγκρότησαν για τους εαυτούς τους δημοκρατικούς μηχανισμούς διαχείρισης.
Αλλά κάτω από τον καπιταλισμό, οι συνεταιρισμοί αντιμετωπίζουν πιο σημαντικά προβλήματα. Η
διαδικασία του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων υποχρεώνει τα αφεντικά να εισάγουν
αλλαγές στις μορφές παραγωγής, να αυξήσουν τις νόρμες εργασίας, να αναβαθμίζουν τα
μηχανήματα, να απολύουν εργαζόμενους κλπ. Όπως βλέπετε, η παραγωγή για την αγορά
συγκρούεται με τα συμφέροντα των εργαζομένων. Όχι μόνο όσον αφορά το τι παράγεται, αλλά και
για τον τρόπο εργασίας με σκοπό την παραγωγή. Για το λόγο αυτό, οι εργαζόμενοι ορισμένων
κατειλημμένων εταιρειών έχουν αναπτύξει ένα άλλο μοντέλο οργάνωσης γνωστό ως «εργατικό
έλεγχο». Το μοντέλο αυτό προϋποθέτει τον έλεγχο της όλης διαδικασίας παραγωγής εκ μέρους του
συνόλου των εργαζομένων. Συνοδεύεται από μια οργανωτική μορφή που προέρχεται από τις
συνελεύσεις βάσης για κάθε τμήμα της εταιρείας, την άμεση και δημοκρατική εκλογή των
αντιπροσώπων στα συμβούλια ή άλλα όργανα, την ανάκληση των εντολοδόχων από τη συνέλευση, το
μόνιμο έλεγχο μεταξύ της βάσης των εργαζομένων και των εκπροσώπων του, την ενθάρρυνση όλων
των ενδιαφερομένων να είναι έτοιμοι να εργαστούν ως διευθυντές και την προώθηση της πρακτικής
του εργατικού ελέγχου στο εργοστάσιο κοινωνικούς τομείς. Η λειτουργία αυτή συνοδεύεται επίσης
και από το αίτημα εθνικοποίησης των εταιρειών. [3]
Ωστόσο, η κυρίαρχη μορφή είναι η συνεταιριστική (άνω του 90% των ανακτηθέντων επιχειρήσεων),
ενώ το 4,7% έχει λάβει τη μορφή Corporation ή Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης και μόνο το 2,3%
βρίσκεται υπό εργατικό έλεγχο.
Το δόγμα Κίρχνερ και η ανασυγκρότηση της αστικής ηγεμονίας
Η εκλογή του προσωρινού προέδρου Ντουάλντε στις αρχές του 2002 σηματοδότησε την έναρξη της
ανασυγκρότησης της αστικής κυριαρχίας μετά την κρίση. Η υποτίμηση του νομίσματος έδωσε ένα
τέλος στη δεκάχρονη πολιτική της μετατρεψιμότητας και στη νίκη του στρατοπέδου εκείνου της
αστικής τάξης που προσπάθησε να δημιουργήσει καλύτερες προϋποθέσεις για να ανταγωνιστεί στην
παγκόσμια αγορά που η ίδια επέβαλε. Η άλλη μερίδα της αστικής τάξης, η οποία ζητούσε την
υιοθέτηση του δολαρίου και εκπροσωπήθηκε κυρίως από το επιχειρησιακό κεφάλαιο και τις δημόσιες
υπηρεσίες που ιδιωτικοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ηττήθηκε.
Το μόνο που έμεινε ήταν η πειθάρχηση του λαού που συνέχισε να αγωνίζεται, να κινητοποιείται και
να αυτο-οργανώνεται. Γιʼ αυτό, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε μια διπλή τακτική: από τη μία πλευρά,
την καταστολή και, από την άλλη, τον εκφυλισμό ή τον πολιτικό αφανισμό των κοινωνικών
κινημάτων μέσω της συγχρηματοδότησης. Η καταστολή ήταν βάρβαρη και στοίχισε τη ζωή δύο νέων
ανθρώπων (του Maximiliano Kosteki και του Dario Santillan) από το κίνημα των Piqueteros, στις 26
Ιουνίου 2002, όταν το κίνημα των ανέργων εγκαινίασε ένα σχέδιο μάχης με το οποίο προσπάθησε να
αποκόψει τις κύριες εισόδους του πόλης του Μπουένος Άιρες.
Ενώ η καταστολή προκάλεσε την εσπευσμένη προκήρυξη προεδρικών εκλογών, σήμανε επίσης και
την έναρξη της παρακμής του κινήματος των Piqueteros. Οι Συνελεύσεις, οι οποίες ήταν τόσο
ενεργές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2002, άρχισαν να μαραζώνουν. Η έλλειψη
συγκεκριμένων στόχων, η έλλειψη εμπειρίας και η οικονομική κατάσταση που είχε αρχίσει να
εξομαλύνεται, ήταν μερικοί από τους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την υποχώρηση.
Ήταν ο Νέστωρ Κίρχνερ, που έγινε πρόεδρος της χώρας στις 25 Μαΐου 2003, ο οποίος ανέλαβε το
έργο της ανοικοδόμησης της εξουσίας του Κράτους. Αυτός ο πρώην διοικητής μιας επαρχίας του
μακρινού νότου της χώρας, ήταν άγνωστος στους πολλούς. Σε ένα πλαίσιο γενικευμένης απόρριψης
των πολιτικών κομμάτων, ο ίδιος παρουσιάστηκε ως αντίθετος στο νεοφιλελευθερισμό και τις
παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του
1976-1983. Χάρη, επίσης, στο επαναστατικό πολιτικό υπόβαθρό του ως στρατευμένου αγωνιστή στη
δεκαετία του 1970, απέσπασε ισχυρή λαϊκή υποστήριξη, ιδίως από τις οργανώσεις των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων (των Μητέρων και Γιαγιάδων της Plaza de Mayo), τα κοινωνικά κινήματα, τη διανόηση
κλπ.
Η ανάκαμψη της οικονομίας (τα τελευταία χρόνια η οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό από 7% έως
9% ετησίως), η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας -οι περισσότερες από τις οποίες είναι βέβαια
προσωρινού χαρακτήρα με πολλές ώρες εργασίας- και η εφαρμογή των κοινωνικών προγραμμάτων
κατά της ανεργίας και της φτώχειας, απετέλεσαν, επίσης, λόγους κατευνασμού μεγάλου μέρους της
επαναστατικότητας των ημερών του 2001. Ελάχιστα απομένουν από το κίνημα αυτό, χτυπώντας
κατσαρόλες και αντιμετωπίζοντας την αστυνομία και τραγουδώντας το "όλοι πρέπει να φύγουν, ούτε
ένας δεν πρέπει να μείνει!" στους δρόμους.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι λαϊκές κινητοποιήσεις έχουν εξαντληθεί. Αλλά έχουν
μεταμορφωθεί. Η μεγάλη πλειοψηφία των αγώνων σήμερα πραγματοποιείται μέσω των
συνταγματικών καναλιών και παρʼ ότι το δικομματικό σύστημα που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό
της Αργεντινής δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί, τα πολιτικά κόμματα του καθεστώτος έχουν
ανακτήσει μεγάλο μέρος της σημασίας τους. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότερες από τις
οργανώσεις των Piqueteros έχουν ευθυγραμμιστεί με την κυβέρνηση. Εκείνες που δεν το έπραξαν
έχουν χάσει μεγάλο μέρος της επιρροής και παρουσίας τους στην εθνική πολιτική σκηνή. Οι
οργανώσεις αυτές εξαρτώνται από κρατικούς πόρους, προκειμένου να λειτουργήσουν, και η
κυβέρνηση, ισχυρή για άλλη μια φορά, παρέχει τα κονδύλια αυτά μόνο στα κινήματα εκείνα που
έχουν κοινά ενδιαφέροντα με αυτήν.
Η διεθνής κρίση του 2008 και οι νέες καταλήψεις
Στα μέσα του 2008, σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο της ενίσχυσης του Κράτους και της κυβέρνησής
του, ξέσπασε η διεθνής οικονομική κρίση. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα η κρίση αυτή ήταν
υπεύθυνη για τις νέες επιχειρηματικές αποτυχίες, αν και δεν ήταν τόσο εκτεταμένες όπως πριν. Το
Κράτος διέθετε πλέον επαρκή αποθέματα για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση. Έτσι, το 2009
υπήρξε μείωση της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά όχι ύφεση.
Ορισμένες εταιρείες χρεοκόπησαν, ενώ άλλες βρέθηκαν σε κρίσιμη κατάσταση. Οι εργάτες
κατέλαβαν τις εγκαταστάσεις αυτές, αλλά αυτή τη φορά, όχι μόνο η κυβέρνηση δεν επέτρεψε να
σημειωθούν καταλήψεις επιχειρήσεων, αλλά διέσωσε πράγματι αρκετές εταιρείες με χορήγηση
δανείων ή παρενέβη για να αναδιοργανώσει τα οικονομικά τους και στη συνέχεια να τις επιστρέψει
στους ιδιοκτήτες τους. Αυτό συνέβη με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, ενώ κάποιες μικρές εταιρείες
κήρυξαν πτώχευση (σε πολλές περιπτώσεις με δόλο, που προκλήθηκε σκόπιμα από τους ιδιοκτήτες)
και έτσι οι εργαζόμενοι τις κατέλαβαν με την πρόθεση να εργαστούν χωρίς αφεντικά. Στις
περιπτώσεις αυτές, η ανάκαμψη των επιχειρήσεων ήταν πιο δύσκολη. Αν το 2002-2003 οι καταλήψεις
είχαν να αντιμετωπίσουν μια αποδυναμωμένη κυβέρνηση, η οποία ασχολιόταν κυρίως με την
προσπάθεια ανάκτησης της εξουσίας της, καθώς και μια δικαστική εξουσία που έμοιαζε
συγκλονισμένη από τη λαϊκή κινητοποίηση, τώρα αντιμετώπισαν έναν ενισχυμένο εχθρό σε συνθήκες
μεγαλύτερης απομόνωσης. Επιπλέον, η δυνατότητα της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας σήμαινε
ότι πολλοί εργαζόμενοι δεν συνέχιζαν τον αγώνα. Η αντοχή του Κράτους επέτρεψε στην αστική τάξη
τον καλύτερο έλεγχο της κατάστασης, εμποδίζοντάς την να εξαπλωθεί.
Συμπεράσματα - Μια αναρχική προσέγγιση των εργοστασίων χωρίς αφεντικά
Πολλά έχουν γραφτεί για τις καταλήψεις εργοστασίων στην Αργεντινή την περίοδο 2001-2003. Πάρα
πολλοί αντικαπιταλιστές αγωνιστές σε όλο τον κόσμο επικεντρώθηκαν σε αυτή την εμπειρία, στην
αναζήτησή τους για μια πορεία προς μια σοσιαλιστική κοινωνία. Εντούτοις, δέκα χρόνια μετά την
εξέγερση του 2001, πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητη μια βαθύτερη αξιολόγηση της όλης εμπειρίας.
Κατʼ αρχάς, θα θέλαμε να συνοψίσουμε σε ορισμένα θέματα που πιστεύουμε ότι είναι κομβικής
σημασίας για την ανάλυση της όλης διαδικασίας. Μπορούν εν συντομία να συνοψιστούν ως εξής:
• Οι καταλήψεις και οι ανακτήσεις των εταιρειών αυτών είναι εκφράσεις της ταξικής πάλης μεταξύ
της αστικής τάξης και του προλεταριάτου. Επιπλέον, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εργατικού
κινήματος της Αργεντινής, που έχουν παραχθεί από τους εργαζόμενους ή τους άνεργους εργάτες
και είναι μια επιστροφή στην τακτική του παρατεταμένου αγώνα.
• Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των διαδικασιών δεν είναι το αποτέλεσμα να είναι κανείς έξω
από το εργατικό κίνημα και την ταξική πάλη, αλλά των διαφορετικών σταδίων της οικονομικής και
κοινωνικής ανάπτυξης της Αργεντινής, τις τελευταίες δεκαετίες. Η απάντηση των εργαζομένων
προέκυψε ως απάντηση στην πολιτική της αστικής τάξης.
• Οι καταλήψεις και οι ανακτήσεις δεν ήταν το έργο των κομμουνιστικών ή των αναρχικών πολιτικών
ομάδων (μειοψηφίες). Πράγματι, δεν ήταν προγραμματισμένες από κανέναν. Είναι μια
δικαιολογημένη έκφραση της ταξικής πάλης. Η ήττα και ο κατακερματισμός της εργατικής τάξης και
οι γραφειοκρατικές ηγεσίες της έχουν συχνά ως αποτέλεσμα οι καταλήψεις και οι ανακτήσεις να
εκλαμβάνονται ως ένα νεανικό φαινόμενο ή τακτική των αριστερών κομμάτων, καθώς αυτά είναι οι
κύριοι υποστηρικτές τους, ελλείψει ενός οργανωμένου εργατικού κινήματος.
Με αυτή την έννοια, πιστεύουμε ότι κατά την αξιολόγηση αυτής της εμπειρίας, είναι δυνατό για μας
να αντληθούν διδάγματα για άλλες περιοχές και περιόδους.
Δεν μπορούμε να αποτύχουμε, συνεπώς, στο να τονίσουμε τα πιο σημαντικά σημεία της εμπειρίας
αυτής. Ενώ πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι εμπειρίες αυτές είχαν αμυντικό χαρακτήρα, έχοντας,
κυρίως, επικεντρωθεί στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με χαμηλά επίπεδα της τεχνολογίας, και
για το λόγο αυτό ευάλωτα στον ανταγωνισμό, εντούτοις αποτελούν πολύτιμες εμπειρίες
αυτοδεύθυνσης που αποδεικνύουν τη δυνατότητα να παράγουμε χωρίς αφεντικά. Με την ανάκτηση
των εταιρειών είμαστε σε θέση να αποδείξουμε την πιθανότητα αυτοδιεύθυνσης για την πλειοψηφία
του πληθυσμού.
Η ύπαρξη εκατοντάδων εταιρειών που παράγουν χωρίς αφεντικά, όπου είναι οι εργάτες εκείνοι που
αποφασίζουν για την πορεία της παραγωγής, επεκτείνεται και στα υπόλοιπα προβλήματα της ζωής
στις κοινότητές τους. Με αυτή την έννοια, το παράδειγμα της Zanon ίσως δείχνει καλύτερα από
όλους τις δυνατότητες της αυτοδιεύθυνσης, της παραγωγής με γνώμονα το κοινωνικό και όχι το
ιδιωτικό συμφέρον. Επιπλέον, στο διάστημα 2002-2005, η εταιρεία κατάφερε να αυξήσει σημαντικά
την παραγωγή και κατά την ίδια περίοδο διπλασιάστηκε ο αριθμός των θέσεων εργασίας στο
εργοστάσιο. Ίσως το πιο σημαντικό, κατά την ίδια περίοδο, χωρίς την παρακολούθηση και η πίεση
του εργοδότη, ήταν το γεγονός ότι τα "εργατικά ατυχήματα" μειώθηκαν δραματικά. Κάτω από τη
διαχείριση των εργοδοτών σημειώνονταν 300 ατυχήματα ετησίως, ενώ κατά την περίοδο 2002-2005
υπήρχαν μόνο 33, όλα σχεδόν ήσσονος σημασίας, και χωρίς να καταγραφεί ούτε ένας θάνατος [4] -
προφανώς μια σαφής βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Ωστόσο, θα πρέπει να εξετάσουμε, επίσης, τα όρια που επιβάλλει ο καπιταλισμός για τις
κατειλημμένες επιχειρήσεις. Για να γίνει αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ποιοι είναι οι στόχοι μας ως
αναρχικών και τι εννοούμε με την αυτοδιεύθυνση.
Όπως σημειώσαμε παραπάνω, οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες έπρεπε να επιστρέψουν στην
παραγωγή κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες: έλλειψη προμηθειών και πρόσβασης σε πιστώσεις,
πρωτόγονη τεχνολογία, κατεστραμμένες αγορές. Επομένως, έπρεπε η παραγωγή τους να βασιστεί σε
υψηλά ποσοστά αυτο-εκμετάλλευσης. Πολλές από τις εταιρείες που καταλήφθηκαν, επιζητώντας
διακαώς πρόσβαση στις πιστώσεις και τις επιδοτήσεις, κατέληξαν να παραδώσουν τη διαχείρισή
τους σε άτομα με πολιτικούς δεσμούς, που στη συνέχεια καλούσαν ένα νέο αφεντικό για τη
διαχείριση των εταιρειών αυτών. Έτσι, πολλοί εργαζόμενοι παραιτήθηκαν από την αυτοδιεύθυνση,
ώστε να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους. Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη να διατηρηθεί η
ανταγωνιστικότητα, οδήγησε τους εργαζόμενους πολλών από αυτές τις εταιρείες να έχουν
χαμηλότερα εισοδήματα από εκείνους τους εργαζόμενους που έκαναν την ίδια δουλειά σε ιδιωτικές
εταιρείες. Ακόμα και στη Zanon την ίδια υπήρξαν πολλές οικονομικές δυσκολίες τα τελευταία
χρόνια. Σε αντίθεση με τους ιδιώτες ανταγωνιστές της, δεν μπόρεσε να υπολογίζει σε κάθε είδους
επιδότηση για την ενέργεια που καταναλώνει, κάτι που σημαίνει ότι το κόστος της παραγωγής της
είναι υψηλότερο.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να αναρωτηθούμε σχετικά με τη σκοπιμότητα της
αυτοδιεύθυνσης σε μικρή κλίμακα. Αν είναι, δηλαδή, δυνατόν να δημιουργήσουμε νησίδες
αυτοδιεύθυνσης στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, ή αν ο καπιταλισμός διαθέτει
μηχανισμούς που μπορούν να εξουδετερώσουν αυτές τις εμπειρίες. Η πραγματικότητα των
περισσότερων κατειλημμένων εταιρειών είναι ότι στην ουσία αυτοδιευθύνουν τη μιζέρια τους μιας
και είναι τομείς της οικονομίας που το καπιταλιστικό σύστημα έχει απορρίψει ως μη βιώσιμους. Για
το λόγο αυτό, στόχος μας θα πρέπει να είναι η αυτοδιεύθυνση του συνόλου της παραγωγής και της
κοινωνικής ζωής. Και γιʼ αυτό, είναι αναγκαίο να απαλλοτριώσουμε την αστική τάξη σε μαζική
κλίμακα και να οικοδομήσουμε μια ελευθεριακή σοσιαλιστική κοινωνία. Δεν μπορεί να υπάρξει όαση
σοσιαλισμού στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας και δεν μπορούμε να το οικοδομήσουμε
εκτός του συστήματος και να ζήσουμε εκεί: θα πρέπει να καταστρέψουμε το σύστημα. Η συνύπαρξη
δεν είναι δυνατή. Όπως λένε στην Zanon: "Αν δεν κάνουμε την επανάσταση, η Zanon θα αφεθεί στην
τύχη της και θα καταστραφεί".
Στη διαδικασία της κατάληψης των εργοστασίων, οι αναρχικοί έχουν πολλά να συνεισφέρουν, καθώς
και να μάθουν. Πρέπει να συμβάλουμε με την πολιτική προοπτική μας, παρέχοντας παράλληλα την
ηθική και μαχητική υποστήριξή μας καθώς και την τεχνική και οικονομική βοήθειά μας. Πάντα
ψάχνοντας για τη λύση της σύγκρουσης σύμφωνα με το συμφέρον όλων όσων συμμετέχουν: τη
διατήρηση των θέσεων εργασίας. Ως μέρος αυτού του αγώνα, μπορεί να επιτευχθεί η όσο το
δυνατόν μέγιστη συνειδητοποίηση, η οποία είναι δυνατόν να συσσωρευτεί και να χρησιμοποιηθεί για
την οικοδόμηση ενός εργατικού κινήματος της ταξικής πάλης, αν παραμείνουν αυτές οι εμπειρίες
που συνδέονται με τις οργανώσεις των εργαζομένων, που συμμετέχουν στους αγώνες δίπλα-δίπλα.
Σημειώσεις:
4. Aiziczin, Fernando, op. cit.
1. Η απουσία ηγεσίας ήρθε καθώς ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης παραιτήθηκε μετά την απόπειρα
δωροδοκίας εκ μέρους του που αποκαλύφθηκε στο κοινοβούλιο πριν την επεξεργασία του νόμου
περί ευελιξίας της εργασίας.
2. Colectivo Lavaca, Sin Patrón, Μπουένος Άιρες, 2007. Περισσότερες πληροφορίες (στα ισπανικά) στη
διεύθυνση: www.lavaca.org.
3. Aiziczon, Fernando, “Teoría y práctica del Control Obrero: el caso de Cerámica Zanón, Neuquén,
2002-2005”; στο Revista Herramientas.
4. Aiziczin, Φερνάντο, στο ίδιο.
* Αυτό το άρθρο γράφτηκε από την Red Libertaria de Buenos Aires, μια ειδική αναρχική πολιτική
οργάνωση με έδρα το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, ειδικά για το αναρχικό κομμουνιστικό
περιοδικό Zabalaza: A Journal of Southern African Revolutionary Anarchism από τη Νότια Αφρική.
Ελληνική μετάφραση “Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης”, 21-23 Μάη 2011.
--
Ελευθεριακή Συνδικαλιστική Ένωση - Διεθνείς Σχέσεις
Unión Sindical Libertaria - Relaciones Internacionalesχ

Γράμμα πάνω στα εργατικά συμβούλια (1952)

Anton Pannekoek

Γράμμα πάνω στα εργατικά συμβούλια (1952)

Θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες κριτικές και συμπληρωματικές παρατηρήσεις πάνω στις τοποθετήσεις του συντρόφου Kondor στο «Αστική ή Σοσιαλιστική Οργάνωση» στο τεύχος Δεκεμβρίου 1951 του “Funken”. Όταν κριτικάρει αρχικά το σημερινό ρόλο των συνδικάτων και των κομμάτων, είναι απολύτως σωστός. Με τις αλλαγές στην οικονομική δομή, η λειτουργία των διαφόρων κοινωνικών δομών πρέπει επίσης να αλλάζει. Κάτω από τα μονοπώλια και τον κρατικό καπιταλισμό, προς τα οποία αναπτύσσεται συνεχώς ο καπιταλισμός, τα συνδικάτα γίνονται ένα κομμάτι του κυρίαρχου γραφειοκρατικού συμπλέγματος, επιφορτισμένα με την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στο όλον. Ως οργανώσεις που συντηρούνται και αναπτύσσονται από τους ίδιους τους εργάτες, είναι πολύ πιο ικανά από κάθε άνωθεν επιβεβλημένο οργανισμό στην εγκόλπωση της εργατικής τάξης ως ένα τμήμα της κοινωνικής δομής, όσο πιο αφαίμακτα γίνεται. Στην μεταβατική περίοδο που διάγουμε σήμερα, αυτός ο νέος χαρακτήρας έρχεται στο προσκήνιο ολοένα και πιο ισχυρός. Αυτή η πραγματοποίηση δείχνει ότι θα ήταν χαμένος κόπος να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε τους παλιούς συσχετισμούς. Όμως την ίδια στιγμή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να δώσει στους εργάτες μεγαλύτερη δύναμη να διαλέξουν τις μορφές του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό.

Αυτή η ανάπτυξη προς τον κρατικό καπιταλισμό – συχνά διαφημιζόμενο υπό το όνομα «Σοσιαλισμός» στη δυτική Ευρώπη – δε σημαίνει διόλου την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, παρά μόνον ακόμα μεγαλύτερη δουλεία. Αυτό που αποζητά η εργατική τάξη στους αγώνες της, ελευθερία και ασφάλεια, το να είναι κυρίαρχη της ζωής της, γίνεται εφικτό μόνο μέσα από τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Ο κρατικός σοσιαλισμός δεν σημαίνει τον έλεγχο των παραγωγικών μέσων από τους εργάτες, αλλά από τα όργανα του κράτους. Αν είναι ταυτόχρονα δημοκρατικός, αυτό σημαίνει ότι οι εργάτες θα μπορούν ακόμη να επιλέγουν τους αφέντες τους. Αντιθέτως, ο άμεσος έλεγχος στην παραγωγή από τους εργάτες σημαίνει ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι διευθύνουν τις επιχειρήσεις και οικοδομούν την υψηλότερη και κεντρική οργάνωση από τα κάτω. Αυτό είναι που αποκαλούμε το σύστημα των εργατικών συμβουλίων. Ο συγγραφέας είναι λοιπόν απολύτως σωστός όταν το τονίζει αυτό ως την νέα και μελλοντική αρχή των οργανώσεων της εργατικής τάξης. Η οργανωμένη αυτονομία των παραγωγικών μαζών είναι σε αντίθεση με την οργάνωση από τα πάνω του κρατικού σοσιαλισμού. Όμως πρέπει κανείς να το χει καλά στο μυαλό του. «Εργατικά συμβούλια» δε σημαίνει μια μορφή οργάνωσης με συγκεκριμένες γραμμές, προσδιορισμένες μια και καλή, που απαιτούν μόνο μια μετέπειτα προσαρμογή στις λεπτομέρειες. Σημαίνει μια αρχή – την αρχή της εργατικής αυτοδιεύθυνσης των επιχειρήσεων και της παραγωγής.

Αυτή η αρχή δεν μπορεί με τίποτα να υποκατασταθεί από μια θεωρητική αναζήτηση για την καλύτερη πρακτική εφαρμογή που θα μπορούσε να πάρει. Αφορά έναν έμπρακτο αγώνα ενάντια στο σύστημα της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Στις μέρες μας, το σύνθημα των «εργατικών συμβουλίων» δε σημαίνει μια συναδέλφωση στη δουλειά με συνεργασία, σημαίνει τον ταξικό αγώνα – στον οποίο η συναδέλφωση παίζει τον ρόλο της – σημαίνει την επαναστατική δράση των μαζών ενάντια στην κρατική εξουσία. Οι επαναστάσεις, δεν μπορούν φυσικά να έρχονται κατόπιν παραγγελίας. Εγείρονται αυθόρμητα σε στιγμές κρίσης, όταν οι καταστάσεις γίνονται ανυπόφορες. Συμβαίνουν μόνο όταν αυτή η αίσθηση του ανυπόφορου κατοικοεδρεύει στις μάζες, κι αν την ίδια στιγμή υπάρχει μια γενικά αποδεκτή συνείδηση του τι μέλει να γίνει. Είναι σ’ αυτό το επίπεδο που η προπαγάνδα και η δημόσια συζήτηση παίζουν το ρόλο τους. Κι αυτές οι δράσεις δεν μπορούν να διασφαλίσουν μια μακροπρόθεσμη επιτυχία εκτός αν μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης έχουν μια καθαρή κατανόηση της φύσης και του στόχου του αγώνα τους. Ιδού η αναγκαιότητα του να κάνουμε τα εργατικά συμβούλια ένα θέμα για κουβέντα.

Έτσι, η ιδέα των εργατικών συμβουλίων δεν περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα πρακτικών οδηγιών που μένει να εφαρμοστούν – είτε αύριο είτε σε μερικά χρόνια -, χρησιμεύει μοναχά ως μια πυξίδα για τον μακρύ και σκληρό αγώνα για την ελευθερία, που ανοίγεται μπροστά στην εργατική τάξη. Ο Μαρξ κάποτε το έθεσε ως εξής: Η ώρα του καπιταλισμού έχει έρθει, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ώρα αυτή σημαίνει στην πραγματικότητα μια ολόκληρη ιστορική εποχή.

Αποσπάσματα – Mikhail Bakunin

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ

Οι επαναστάσεις δεν είναι παιδιάστικα παιχνίδια ούτε φλυαρίες ακαδημαϊκών, όπου μοναχά οι ματαιοδοξίες αλληλοεξοντώνονται, ούτε αγώνας φιλολογικός όπου το μόνο που χύνεται είναι μελάνι. Η επανάσταση είναι πόλεμος κι όποιος λέει πόλεμος εννοεί καταστροφή ανθρώπων και πραγμάτων. Είναι αναμφίβολα θλιβερό για τον άνθρωπο, που ακόμα δεν ανακάλυψε ένα πιο ειρηνικό μέσο προόδου, όμως ως τις μέρες μας η ιστορία δεν προχωρά ούτε βήμα χωρίς να βαφτιστεί στο αίμα. Εξάλλου η αντίδραση δεν μπορεί να κατηγορήσει διόλου την επανάσταση για κάτι τέτοιο. Η ίδια έχυσε πολύ περισσότερο αίμα σε κάθε αφορμή. Απόδειξη οι σφαγές του Παρισιού τον Ιούνη του 1848 και τον Δεκέμβρη του 1851, η ωμή καταπίεση των αυταρχικών κυβερνήσεων των άλλων χωρών, την ίδια εποχή κι έπειτα, δίχως να αναφερθούμε στις δεκάδες, τις εκατοντάδες, τις χιλιάδες των θυμάτων που στοιχίζουν οι πόλεμοι οι οποίοι είναι αναγκαίες συνέπειες, κάτι σαν περιοδικός πυρετός αυτής της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης που ονομάζουν αντίδραση.

ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Αυτό που διακηρύσσω, λοιπόν, ως έναν βαθμό, είναι η εξέγερση της ζωής κατά της επιστήμης ή μάλλον κατά της εξουσίας της επιστήμης. Όχι για να καταστρέψουμε την επιστήμη – πράγμα εγκληματικό για την ανθρωπότητα – αλλά για να την ξαναβάλουμε οριστικά στην θέση της. Μέχρι σήμερα η ανθρώπινη ιστορία δεν ήταν παρά μια διαρκής και αιμοχαρής σφαγή εκατομμυρίων ταλαίπωρων ανθρώπων για κάποια ανελέητη αφαίρεση: θεό, πατρίδα, κρατική ισχύ, εθνική ευημερία, ιστορικά δίκαια, δικαιοσύνη, πολιτική ελευθερία, κοινό συμφέρον. Αυτή ήταν ως τις μέρες μας η φυσική αναπόδραστη και μοιραία πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών. Δεν είναι στο χέρι μας να κάνουμε κάτι γι αυτό. Προκειμένου για το παρελθόν, πρέπει να το αποδεχτούμε όπως θα κάμναμε με κάθε φυσικό πεπρωμένο. Πρέπει να πιστέψουμε ότι ήταν ο μόνος δυνατός δρόμος για την διαπαιδαγώγηση του ανθρώπινου είδους. Και δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε στο σημείο αυτό. Ακόμα κι αν αποδώσουμε το μεγαλύτερο μερίδιο για τούτα τα μακιαβελικά τεχνάσματα στις άρχουσες τάξεις, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι καμμιά μειοψηφία δε θα ‘ταν ικανή να επιβάλει αυτές τις φριχτές θυσίες στις μάζες, αν αυτές οι ίδιες δεν είχαν μια οριακά ενστικτώδη παρόρμηση να θυσιάζονται πάντοτε γι αυτές τις αδηφάγες αφαιρέσεις, που σαν βρυκόλακες τράφηκαν με αίμα ανθρώπων.

ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

Δεν θα κουραζόμουν ποτέ να το επαναλαμβάνω: η ομοιομορφία είναι θάνατος, η διαφορετικότητα είναι ζωή. Η πειθαρχημένη ενότητα, που δεν μπορεί να πραγματωθεί σ’ ένα οποιοδήποτε κοινωνικό περιβάλλον δίχως να καταστρέψει τον δημιουργικό αυθορμητισμό της σκέψης και της ζωής, δολοφονεί τις κοινωνίες. Η ζωντανή ενότητα, η αληθινή κοινότητα που επιθυμούμε είναι εκείνη που γεννά η ελευθερία στους ίδιους τους κόλπους των ανεξάρτητων και διαφορετικών εκδηλώσεων της ζωής, εκφραζόμενη από τον αγώνα. Θα καταλάβαινα την λατρεία ενός στρατηγού τακτικού στρατού για την νεκρική σιωπή που η πειθαρχία επιβάλλει στο πλήθος. Ο δικός σας στρατηγός, ο δικός μας στρατηγός, ο στρατηγός του λαού, δεν έχει ανάγκη αυτή τη σιωπή των σκλάβων γιατί είναι συνηθισμένος να ζει και να διατάζει μέσα στην ταραχή. Η ταραχή είναι το πάθος της λαϊκής ζωής, η μόνη ικανή να βγάλει όλον αυτό τον κόσμο από τις αδικίες που υφίσταται, και δεν μπορούμε να υποκινήσουμε αρκετά αυτό το πάθος και αυτή τη ζωή.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΣΜΟΥ

Είναι δυνατό και μέσα από την πιο έξυπνη εμπνευσμένη και ενεργητικά εκφρασμένη προπαγάνδα να μεταφυτέψουμε στις μεγάλες μάζες ενός έθνους τάσεις φιλοδοξίες ,πάθη και σκέψεις που είναι απόλυτα ξένες προς αυτές ,που δεν είναι προϊόν της ιστορίας ,των συνηθειών και των παραδόσεων; Μου Φαίνεται ότι ,όταν το ερώτημα τοποθετείται έτσι ,κάθε λογικός και ευαίσθητος άνθρωπος που δεν έχει ιδέα για τον τρόπο που αναπτύσσεται η λαϊκή συνείδηση, μπορεί να απαντήσει μόνο αρνητικά. Τελικά ,καμία προπαγάνδα δεν δημιούργησε ποτέ τεχνητά μια πηγή ή μια βάση για τις φιλοδοξίες και τις ιδέες αίνους λαού ,που είναι πάντοτε τα αποτέλεσμα της αυθόρμητης ανάπτυξης τους και των πραγματικών συνθηκών ζωής.

Τι μπορεί να κάνει τότε η προπαγάνδα; Μπορεί ,γενικά, να εκφράσει τα ίδια τα ένστικτα του προλεταριάτου με μια νέα ,πιο συγκεκριμένη και πιο κατάλληλη μορφή. Μπορεί μερικές φορές να συντομεύσει και να διευκολύνει το ξύπνημα της συνείδησης των ίδιων των μαζών. Μπορεί να τις κάνει να συνειδητοποιήσουν το τι είναι ,τι αισθάνονται και τι ήδη επιθυμούν παρορμούνε από τα ένστικτα ,αλλά ποτέ η προπαγάνδα δεν μπορεί να τις κάνει ότι δεν είναι, ούτε να ξυπνήσει μέσα στην καρδιά τους πάθη που είναι ξένα με τη ίδια τους την ιστορία. Τώρα να συζητήσουμε το ζήτημα αν με την προπαγάνδα είναι δυνατό να αποκτήσει ένας λαός πολιτική συνείδηση. Για πρώτη φορά πρέπει να καθορίσουμε τι είναι πολιτική συνείδηση για τις λεκές μάζες. Δίνω έμφαση στη φράση για τις λεκές μάζες ,γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι για τις προνομιούχες τάξεις πολιτική συνείδηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά το δικαίωμα για κατάκτηση που είναι εγγυημένο και κατοχυρωμένο ,του εκμεταλευτου της εργασίας των μαζών και το δικαίωμα να τις κυβερνά ,ώστε να εξασφαλίζει αυτήν την εκμετάλλευση. Αλλά για τις μάζες ,που είναι υποδουλωμένες ,που εξουσιάζονται και αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης σε συνίσταται η πολιτική συνείδηση; Αυτή μπορεί να διασφαλιστεί μόνο από ένα πράγμα την θεά της εξέγερσης. Αυτή η μανά αποτελεί την απαραίτητη ιστορική προϋπόθεση για την πραγμάτωση κάθε μια χωριστά και όλων των ελευθέριων.

Βλέπουμε ότι αυτή η φράση, πολιτική συνείδηση μέσα σε όλη την πορεία της ιστορικής εξέλιξης ,κατέχει δυο εντελώς διαφορετικά νοήματα που αντιστοιχούν σε δυο αντιμαχόμενες απόψεις. Από την Σκόπια των προνομιούχων τάξεων ,η πολιτική συνείδηση σημαίνει κατάκτηση ,υποδούλωση κα τον αδιαχώριστο μηχανισμό για αυτή την εκμετάλλευση των μαζών :την δεσποτική κρατική οργάνωση. Από την Σκόπια των μαζών ,έχει το νόημα της καταστροφής του κράτους. Κατά συνέπεια εννοεί πράγματα που είναι διαμετρικά αντίθετα. Τώρα ,είναι απόλυτα βέβαιο ότι ποτέ δεν υπήρξε κανένας λαός που να μην αισθάνθηκε στην αρχή της υποδούλωσης την ανάγκη να εξεγερθεί. Η εξέγερση αποτελεί φυσική τάση της ζωής. Ακόμα και το σκουλήκι στρέφεται ενάντια στο πόδι που το λειώνει. Γενικά , η ζωτικότητα και η σχετική αξιοπρέπεια ενός ζώου μπορεί να μετρηθεί από την δύναμη του ένστικτου της εξέγερσης. Μέσα στον κόσμο των ζωών ,όπως και στον ανθρώπινο κόσμο ,δεν υπάρχει καμιά συνήθεις πιο εξευτελιστική ,πιο ηλίθια ή πιο δειλή από την συνήθεια της δουλικής υποταγής και της καταπίεσης από κάποιον άλλον. Αμφισβητώ το ότι υπήρξε λαός που τόσο εκφυλισμένος που κάποτε, τουλάχιστον στην αρχή της ιστορίας τους που δεν εξεγέρθηκε ενάντια στο ζυγό των αφεντικών ,των εκμεταλλευτών και του κράτους.

Αλλά πρέπει να αναγνωριστεί επίσης ότι από την εποχή του μεσαίωνα ,το κράτος έχει καταστέλλει όλες τις λαϊκές εξεγέρσεις. Όλες οι αποκαλούμενα επαναστάσεις του παρελθόντος -συμπεριλαμβανομένης και της γαλλικής επανάστασης παρ΄ όλες τις υπέροχες ιδέες που ενέπνευσαν-δεν υπήρξαν τίποτε άλλο παρά η πάλη ανάμεσα σε αντίπαλες εκμεταλλεύτηκες τάξεις για την αποκλειστική απόλαυση των προνομιών που πρόσφερε το κράτος. Το μόνο που εκφράζουν είναι ο αγώνας για την κυριαρχία και την εκμετάλλευσης των μαζών.

Και οι μάζες; Αλίμονο! Πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι μάζες επέτρεψαν στον εαυτό τους να διαφθαρεί βαθιά και να γίνει απαθής από την καταστρεπτική επίδραση του διεφθαρμένου ,συγκεντρωτικού ,πολιτισμού του κρατισμού.

Μιχαήλ Μπακούνιν

Μικρή αναφορά στην Παρισινή Κομμούνα, 1871 – LibCom

Μια σύντομη ιστορία της πρώτης σοσιαλιστικής εξέγερσης της εργατικής τάξης. Οι εργάτες του Παρισιού, ενωμένοι με λιποτάκτες της Εθνικής Φρουράς, κατέλαβαν την πόλη και άρχισαν να αναδιοργανώνουν την κοινωνία βάσει των δικών τους συμφερόντων μέσα από εργατικά συμβούλια. Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να αντέξουν την καταστολή καθώς ισχυρότερα στρατεύματα κατέκτησαν εκ νέου την πόλη σφαγιάζοντας 30.000 εργάτες σε μια αιμοσταγή εκδίκηση.

Η Κομμούνα του Παρισιού, αναφέρεται συχνά ως το πρώτο παράδειγμα που η εργατική τάξη παίρνει την εξουσία στα χέρια της. Για τον λόγο αυτή αποτελεί ήδη ένα αξιοσημείωτο γεγονός, ακόμα κι αν αγνοείται συχνά στην επίσημη γαλλική ιστορία. Στις 18 Μάη του 1871, μετά την ήττα της Γαλλίας από την Πρωσσία, στον Γαλλο-Πρωσσικό πόλεμο, η Γαλλική κυβέρνηση στέλνει στρατεύματα στο Παρίσι ώστε να διασφαλίσουν τα κανόνια της Παρισινής Εθνικής Φρουράς, πριν τα πάρει στα χέρια του ο λαός της πόλης. Προς δυσαρέσκεια της γαλλικής κυβέρνησης, ο λαός είχε ήδη στα χέρια του τα κανόνια και δεν φαινόταν πρόθυμος να τα εγκαταλείψει εύκολα. Οι στρατιώτες τότε αρνήθηκαν να στρέψουν τα όπλα τους ενάντια στον λαό, αντίθετα τα έστρεψαν προς τους αξιωματικούς τους.

Εκλογές προκηρύχθηκαν και οι κάτοικοι του Παρισιού εξέλεξαν ένα συμβούλιο αποτελούμενο κατά κύριο λόγο από Ιακωβίνους και Δημοκράτες (αν και μεταξύ τους ήταν ορισμένοι αναρχικοί και σοσιαλιστές επίσης). Το συμβούλιο ανακήρυξε το Παρίσι ανεξάρτητη Κομμούνα και πρότεινε ότι η Γαλλία θα έπρεπε να μετατραπεί σε μια συνομοσπονδία κομμουνών. Εντός της Κομμούνας, όλα τα εκλεγμένα μέλη του συμβουλίου ήταν άμεσα ανακλητά, ενώ πληρώνονταν με έναν μέσο μισθό και είχαν ίσα προνόμια με κάθε άλλο μέλος της κομμούνας.

Οι αναρχικοί της εποχής εκείνης, συνεπάρθηκαν με τις εξελίξεις αυτές. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των παριζιάνων είχαν οργανώσει τις ζωές τους χωρίς καμιά υποστήριξη από το κράτος και παρότρειναν τον υπόλοιπο κόσμο να κάνει το ίδιο ήταν συγκλονιστικό. Η Κομμούνα του Παρισιού στάθηκε ένα υπόδειγμα μιας εφικτής νέας κοινωνίας, οργανωμένης από τα κάτω. Οι μεταρρυθμίσεις που έβαλε μπρος η Κομμούνα, για παράδειγμα η μετατροπή των χώρων εργασίας σε κοπερατίβες, έθεσε τις αναρχικές θεωρίες στην πράξη. Μέχρι το τέλος του Μάη, 43 εργαστήρια είχαν μετατραπεί σε κοπερατίβες και το μουσείο του Λούβρου μετατράπηκε σε εργοστάσιο πολεμοφοδίων που διευθυνόταν από το συμβούλιο των εργατών του.

Το συνδικάτο των μηχανικών και η ένωση των μεταλλεργατών δήλωναν “η οικονομική χειραφέτησή μας… μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα απ’ το σχηματισμό εργατικών ενώσεων, που από μόνες τους μπορούν να μεταμορφώσουν τη θέση μας, από κυνηγούς του μισθού σε συνεργαζόμενους συναδέλφους”.  Επίσης συμβούλευαν την Επιτροπή της Κομμούνας για τις Εργατικές Οργανώσεις να υποστηρίξει τους ακόλουθους στόχους: “Την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο… Την οργάνωση της εργασίας σε ενώσεις αμοιβαιότητας και μη-διαχωρισμένου κεφαλαίου”. Έτσι, ήλπιζαν πως μέσα στην Κομμούνα η ισότητα δε θα ταν μια λέξη κενή νοήματος. Με τα λόγια του πιο γνωστού αναρχικού της εποχής, του Μιχαήλ Μπακούνιν, η Παρισινή Κομμούνα ήταν “μια σαφέστατα διαρθρωμένη άρνηση του κράτους”.

Ωστόσο, άλλοι αναρχικοί διαφωνούν για το κατά πόσο η Κομμούνα έφτασε τόσο μακριά. Οι κάτοικοί της, δεν έσπασαν ποτέ τα δεσμά τους με την ιδέα της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης. Όπως έλεγε ένας άλλος γνωστός αναρχικός, ο Πέτρ Κροπότκιν “αν δεν ήταν απαραίτητη μια κεντρική κυβέρνηση για την ομοσπονδία των κομμουνών… τότε και μια κεντρική δημοτική κυβέρνηση φαίνεται εξίσου άχρηστη… η ίδια ομοσπονδιακή αρχή θα μπορούσε να λειτουργήσει και μέσα στην Κομμούνα”.

Καθώς η Κομμούνα διατήρησε ορισμένες από τις παλιές ιδέες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, παρεμπόδιζαν τους ανθρώπους στο εσωτερικό της από το να δράσουν αυτόνομα, αντί να εμποστεύονται τους κυβερνήτες ότι θα βολέψουν κάπως τα πράγματα για όλους. […] Το συμβούλιο απομονωνόταν ολοένα και περισσότερο από αυτούς που το εξέλεξαν. Όσο περισσότερο διαχωριζόταν, τόσο πιο εξουσιαστικό γινόταν. Έπειτα, το συμβούλιο οργάνωσε μια “Επιτροπή Λαϊκής Ασφάλειας” ώστε “να υπερασπιστεί [μέσω του τρόμου] την “επανάσταση”. Αυτή η επιτροπή συνάντησε την αντίθεση της αναρχικής μειοψηφίας του συμβουλίου και αγνοήθηκε από το λαό του Παρισιού που, καθόλου περίεργο, ήταν περισσότερο απασχολημένος με το πώς θα υπερασπιστεί την πόλη από μια εισβολή του γαλλικού στρατού. Τελικά αποδείχθηκε ότι καμιά μορφή κυβέρνησης, μικρής ή μεγάλης, δεν μπορεί να είναι επαναστατική, κατά το παλιό επαναστατικό κλισέ.

Στις 21 Μάη, τα κυβερνητικά στρατεύματα εισέβαλαν στην πόλη και ήρθαν αντιμέτωπα με επτά ημέρες σκληρών οδομαχιών. Το τελευταίο οχυρό των Κομμουνάρων, ήταν τα κοιμητήρια της Μοντμάρτης, και μετά την ήττα τους, στρατιωτικοί και οπλισμένοι παλιοί καπιταλιστές λεηλάτησαν την πόλη, πυροβολόντας κατά βούληση εναντίον των κατοίκων. 30.000 Κομμουνάροι σκοτώθηκαν στις μάχες, αρκετοί ακόμα και μετά την παράδοση, ενώ τα σώματά τους πετάχτηκαν σε μαζικούς τάφους.

Ωστόσο, η κληρονομιά της Κομμούνας παραμένει ζωντανεί στους αγώνες, ενώ η ιαχή Vive la Commune! γέμισε με σπρέυ τους τοίχους του Παρισιού, στην εξέγερση του 1968, και όχι για τελευταία φορά…

Πηγή:  www.libcom.org

Η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα στην Κύπρο 1920-1960

Αστικοποίηση, εκβιομηχάνιση και προλεταριοποίηση: η δημιουργία των πρώτων συντεχνιών και του ΚΚΚ

Η διαδικασία της εκβιομηχάνισης στην Κύπρο και του εκμοντερνισμού της κοινωνίας και της οικονομίας της είχε ως βασικό αποτέλεσμα την ανάπτυξη της εργατικής τάξης. Οι συνθήκες εργασίας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν άθλιες και υπήρχε υπερ-εκμετάλλευση των εργατών από τους “μαστόρους” τους, που προσπαθούσαν να συσσωρεύσουν κεφάλαιο για να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους. Ο ιστορικός Ρολάνδος Κατσιαούνης αναφέρει σχετικά: “Οι ώρες απασχόλησης ήταν γενικά από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, ενώ σε επαγγέλματα όπως τα ραφεία και τα υποδηματοποιεία η εργασία συνεχιζόταν το βράδυ με το φως της λάμπας. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις τα ημερομίσθια δεν αρκούσαν για να ζει μια οικογένεια πάνω από το όριο της φτώχειας. Ακόμα πιο καταπιεστική ήταν η εκδήλωση αυτής της ανισότητας στον τρόπο μεταχείρισης των εργαζομένων, ώστε να υπογραμμίζεται η ανωτερότητα της εργοδοσίας, μπροστά στην οποία κάθε σκέψη αντίστασης ήταν αφύσικη και αδιανόητη.”

Οι βασικές εταιρείες τότε ήταν μικρές βιοτεχνίες που εργοδοτούσαν ολιγάριθμο προσωπικό στις πόλεις. Η πλειοψηφία του πληθυσμού κατοικούσε στην ύπαιθρο. Όμως και εκεί βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία της προλεταριοποίησης, αφού πολλοί μικρο-ιδιοκτήτες και ακτήμονες αγρότες αναγκάζονταν να δουλέψουν για μεροκάματο. Από τότε χρονολογείται το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις πόλεις ως αποτέλεσμα του ξεκληρίσματος των αγροτών από τους τοκογλύφους και γενικότερα της αδυναμίας της γεωργίας να εξασφαλίσει την επιβίωση για μια σημαντική μερίδα των κατοίκων της υπαίθρου. Παράλληλα άρχισαν να λειτουργούν και τα μεταλλεία, εταιρείες ξένων (συνήθως αμερικανικών και πολυεθνικών) συμφερόντων, τα οποία αποτελούσαν τον άλλο βασικό προορισμό των ξεκληρισμένων αγροτών της Κύπρου. Τα μεταλλεία ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για την ανάπτυξη της εργατικής τάξης, γιατί εκεί εργοδοτούνταν πολλοί εργάτες μαζί και γιατί εκεί οι εργάτες εργοδοτούνταν ή απολύονταν ανάλογα με τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας αγοράς. Έτσι τα μεταλλεία εφέραν στην κυπριακή κοινωνία και τη μαζική εργασία (συγκέντρωση εργατών) και τη στενότερη σύνδεση με την παγκόσμια οικονομία.
Πέρα από κοινωνικο-οικονομική ομάδα, η εργατική τάξη, οριζόμενη ως το σύνολο των μισθωτών εργαζομένων ήταν (και είναι) δυνητικά και πολιτική δύναμη, όπως γνωρίζουμε από την εξέλιξη που συντελέστηκε τον 19ο αιώνα στην υπόλοιπη Ευρώπη, πρώτα στη δυτική και μετέπειτα στην ανατολική. Αυτό έγινε αντιληπτό από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όταν η εκλογική δύναμη των εργαζομένων αποτέλεσε πόλο έλξης για διάφορους πολιτευτές, που οργάνωσαν συντεχνίες, εργατικές λέσχες και πανεργατικούς συνδέσμους με σκοπό να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες. Αυτές οι οργανώσεις δεν είχαν όμως συνδικαλιστικό πρόγραμμα και δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ποικίλες ανάγκες των εργαζομένων ούτε να παρέχουν ουσιαστική στήριξη και προστασία πέρα από λεκτικές φιλεργατικές διακηρύξεις. Συνήθως μετά τις εκλογές, αφού οι διάφοροι πολιτευτές αποχωρούσαν έχοντας εκμεταλλευτεί τους εργαζόμενους, αυτές οι οργανώσεις διαλύονταν.
Πέρα όμως από τους πολιτικάντηδες και ενάντιά τους, τη δεκαετία του 1920 εμφανίστηκαν και οι διανοούμενοι κομμουνιστές, που λόγω της μαρξιστικής τους κοσμοαντίληψης θεωρούσαν ως πρωταρχικό τους πολιτικό στόχο την αφύπνιση και την οργάνωση της εργατικής τάξης ενάντια στο κεφάλαιο για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Το 1922 ιδρύθηκε το Εργατικό Κόμμα που σύντομα μετεξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (1926). Η κίνηση ξεκίνησε από τη Λεμεσό, γιατί η πόλη ήταν τότε, λόγω του λιμανιού της, το ανθηρό οικονομικό κέντρο της Κύπρου, συγκεντρώνοντας όλες σχεδόν τις βιομηχανικές μονάδες, σε αντίθεση με τη Λευκωσία. Η σοσιαλιστική ομάδα ξεκίνησε από μερικούς δημοτικιστές που αγωνίζονταν για την προαγωγή της δημοτικής γλωσσικής εκδοχής, υπό την επίδραση της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία. Ο πυρήνας αυτός δημιούργησε εργατικές μικροομάδες στον Αμίαντο, τη Σκουριώτισσα, το Πισσούρι, το Κοιλάνι, τη Γερμασόγεια, το Βαρώσι και τη Λευκωσία και έδρασε ουσιαστικά ως ο πρόδρομος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Μέχρι το τέλος του 1924 συγκροτήθηκαν οι εργατικές συντεχνίες πάνω σε ενιαία βάση και ενιαίο καταστατικό και με την κοινή ονομασία “σωματείο”. Πρόνοια των καταστατικών τους ήταν πρώτον η υλική βελτίωση της ζωής των μελών του και δεύτερον η πνευματική τους καλλιέργεια με τη μείωση των ωρών δουλειάς πάνω σε οκτάωρη βάση, αύξηση των μεροκαμάτων και ψήφιση εργατικής νομοθεσίας. Αυτό θα γινόταν εφικτό, όπως αναφέρεται, με την πάλη των τάξεων.
Η απόπειρα των εργατών να οργανωθούν σε συντεχνίες με ταξικό χαραχτήρα και να διαπραγματευτούν συλλογικά τους όρους της χρησιμοποίησης της εργατικής τους δύναμης προκάλεσε την οργή της εργοδοτικής τάξης. Ειδικότερα αφού οι συντεχνίες βρισκόντουσαν και κάτω από την ιδεολογική και πολιτική επιρροή των κομμουνιστών, που είχαν ως απώτερο σκοπό την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και άρα της αστικής κοινωνικο-οικονομικής εξουσίας. Έτσι κατά τη διάρκεια εργατικών κινητοποιήσεων η εργοδοσία σε συνεργασία με τις Αρχές προχωρούσαν στην καταστολή και στη σύλληψη των πρωτεργατών. Ακόμα και σε περιόδους ομαλών εργασιακών σχέσεων η δηλωμένη πρόθεση των εργαζομένων όχι μόνο να βελτιώσουν τους όρους εργοδότησης, αλλά και να αποκτήσουν υπόσταση και αξιοπρέπεια απέναντι στην εργοδοσία συναντούσε ισχυρές αντιστάσεις. Η πολεμική ενάντια στο νεαρό συνδικαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα της εποχής υπήρξε λυσσαλέα και πολλές φορές βίαιη.
Τα γενικότερα μέτρα καταστολής που ακολουθήσαν την εξέγερση του 1931 χτύπησαν φυσικά και τις εργατικές οργανώσεις. Όμως οι εργατικές οργανώσεις λόγω απουσίας εργατικής νομοθεσίας δεν ήταν ούτως ή άλλως επίσημα αναγνωρισμένες. Δρούσαν δηλαδή τη δεκαετία του 1920 άτυπα και εκτός νομικού πλαισίου. Η πρώτη εργατική προστατευτική νομοθεσία θεσπίστηκε το 1932 με τον περί Συντεχνιών Νόμο που ήταν βασισμένος στον αντίστοιχο Αγγλικό Περί Συντεχνιών Νόμο του 1871. Έτσι τη δεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια της Παλμεροκρατίας, οι συντεχνίες απέκτησαν για πρώτη φορά νομική υπόσταση. Με αυτό τον τρόπο η αποικιακή κυβέρνηση στόχευε στο να αντικρούσει ένα βασικό επιχείρημα των κομμουνιστών ότι η κυβέρνηση δεν λαμβάνει υπόψιν της τα συμφέροντα των εργατών. Ο Αποικιακός Γραμματέας ορίστηκε ως ο πρώτος Έφορος Συντεχνιών με δικαίωμα άρνησης εγγραφής συντεχνιών χωρίς αιτιολόγηση, αποκλεισμού εργατών λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων, απογόρευσης οργανωτικών συνελεύσεων εργαζομένων εκτός εάν αυτές περιορίζονταν αυστηρά στο μοναδικό θέμα έγκρισης του καταστατικού της συντεχνίας και παρουσίας της αστυνομίας σε συνελεύσεις, αν το θεωρούσε αναγκαίο.
Έτσι από το 1932 ως το 1938 μόνο πέντε συντεχνίες εγγράφηκαν λόγω κωλυσιεργίας και προσκομμάτων από πλευράς των Αρχών. Η έλλειψη εμπειρίας και οργανωτικής ικανότητας από πλευράς των πρωταγωνιστών και η έλλειψη οικονομικών πόρων ήταν οι άλλοι παράγοντες της αργής ανάπτυξης του κινήματος. Πάντως οι αποικιακές Αρχές για παν ενδεχόμενο φρόντισαν να κάνουν τη γενική απεργία παράνομη με την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα το 1933. Στην εγγραφή των πρώτων συντεχνιών είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο οι εθνικόφρονες δικηγόροι Χριστόδουλος και Μιχάλης Μιχαηλίδης, για τους οποίους οι απόψεις της ΠΕΟ και της ΣΕΚ είναι αντιφατικές. Για την ΠΕΟ οι δυο αυτοί δικηγόροι υπήρξαν πολιτικάντηδες με αντεργατικές θέσεις, ενώ για την ΣΕΚ αποτελούν τους πατέρες του κυπριακού συνδικαλιστικού κινήματος. Αργότερα ο Χριστόδουλος Μιχαηλίδης ανέλαβε ως εκδότης της εφημερίδας της ΣΕΚ “Εργατική Φωνή” και ο Μιχάλης Μιχαηλίδης ως Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου και Στρατοδικείου.

Η πολιτική κουλτούρα και οι κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης

Οι εργάτες της Κύπρου προχώρησαν το 1925 στη δημιουργία Εργατικού Κέντρου στη Λεμεσό. Ο στόχος ήταν η συστέγαση των συντεχνιών για να δημιουργηθούν στενότερες σχέσεις μεταξύ των σωματείων, ώστε να συντονίζεται η δράση τους για γενικότερα ζητήματα και να αναπτυχθεί η αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών και η συνείδηση της τάξης τους. Επηρεασμένοι μάλλον από το διεθνές εργατικό επαναστατικό κίνημα υιοθέτησαν και το σφυρί ως το σύμβολό τους. Εκεί γίνονταν διαλέξεις τις Κυριακές (μια φορά ήρθε ως ομιλητής και ο Νίκος Καζαντζάκης), αθλητικές δραστηριότητες, πεζοπορίες, θέατρο, ενώ παράλληλα λειτουργούσε και σχολείο με μαθήματα ανάγνωσης, γραφής, αριθμητικής και Αγγλικών. Από τότε ξεκινά να γιορτάζεται και η Πρωτομαγιά στην Κύπρο.
…Οι πιέσεις των αφεντικών μας, η εκμετάλλευση από τους πλουτοκράτες πρέπει να μας ενώσουνε, Τούρκους και Χριστιανούς. Δε μας χωρίζουνε πια φυλετικά μίση και θρησκευτικοί φανατισμοί. Αφτά ανήκουνε στο παρελθόν. Σήμερα πρέπει όλοι αδερφωμένοι να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα που έχουμε στη ζωή…Κανένας Οθωμανός και κανένας Χριστιανός εργάτης δεν πρέπει να λείψει από την αβριανή συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς. Ζήτω η αδερφοσύνη των Ελλήνων και Τούρκων εργατών. Ζήτω οι εργάτες όλου του κόσμου. Πρωτομάγιατικη προκήρυξη 1926, (Ιστορία ΠΣΕ-ΠΕΟ 1941-1991, 1991)
Σε ψήφισμα της συγκέντρωσης προς την αποικιακή κυβέρνηση μεταξύ άλλων οι εργάτες απαίτησαν εργατικούς νόμους για αναγνώριση των συντεχνιών, θέσπιση του οχταώρου, αποζημίωση των εργατικών ατυχημάτων, αποζημίωση για αδικαιολόγητες απολύσεις, προστασία των γυναικών και των ανήλικων εργαζομένων, κατάργηση της φορολογίας στα είδη πρώτης ανάγκης, φορολόγηση του κεφαλαίου και τερματισμό της αστυνομικής καταδίωξης εργατών και αγροτών στις πόλεις και στα χωριά. Η αποικιακή κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα. Απέλασε τον Έλληνα κομμουνιστή γιατρό Νίκο Γιαβόπουλο, που ήταν που τους οργανωτικούς πυρήνες του “ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος” και συστηματοποίησε την παρακολούθηση των κομμουνιστών εργατών, τις απειλές και γενικότερα την προσπάθεια τρομοκράτησής τους. Η κυπριακή (ελληνική) αστική τάξη επικρότησε την απέλαση του Γιαβόπουλου και τη σκλήρυνση της αποικιακής πολιτικής. Παράλληλα μέσα στο αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής εμφανίστηκαν και φαινόμενα τραμπουκισμού (ξυλοδαρμών) με την ανοχή της αποικιακής αστυνομίας.

Η πρώτη απεργία στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε το 1895, από εργάτες που άνοιγαν αυλάκια στον Ποταμό Γερμασόγειας. Σταμάτησαν τη δουλειά, επειδή η κυβέρνηση τούς αφαίρεσε ένα γρόσι από το μεροκάματο. Ως τη δεκαετία του 1930 το φαινόμενο της αυθόρμητης απεργίας κατέστη η βασική μορφή αγώνα των εργατών. Σημαντικές απεργίες σημειώθηκαν το 1923 και το 1925 στα μεταλλεία της ΚΜΕ (Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία αμερικανικών συμφερόντων) για τις συνθήκες εργασίας και ενάντια στην υπεργολαβία, ενώ στον Αμίαντο το 1927 οι εργάτες αξίωσαν και πέτυχαν τη μείωση στις ώρες εργασίας από δέκα σε εννιά τη μέρα. Η μεγαλύτερη απεργία έγινε στον Αμίαντο το 1929 με τη συμμετοχή 5000-6000 εργατών, που πραγματοποίησαν διαδήλωση στα γραφεία της εταιρείας με αίτημα την αύξηση των μεροκαμάτων και την ελευθερία τους να αγοράζουν το ψωμί τους από όπου ήθελαν και όχι από τους φούρνους της εταιρείας όπου ήταν ακριβό. Η απεργία, αν και ουσιαστικά αυθόρμητη, ήταν τουλάχιστον εν μέρει υποκινούμενη από τους κομμουνιστές που λειτουργούσαν γενικότερα ως πυρήνες της συνδικαλιστικής δράσης. Ο βετεράνος συνδικαλιστής Παντελής Βαρνάβας θυμάται που έγραφαν με κιμωλία τη λέξη απεργία πάνω στα βαγόνια και έτσι διαδιδόταν μέσα στο μεταλλείο η πρόταση. Στην απεργία του Αμίαντου το 1929, που εξελίχθηκε σε εξέγερση και καταστάληκε από την αποικιακή αστυνομία, πολλοί φυλακίστηκαν, άλλοι πλήρωσαν πρόστιμα και 24 εξορίστηκαν από την περιοχή του μεταλλείου και του χωριού που θεωρούνταν ιδιωτική περιοχή της εταιρείας.

Το 1933 οι οικοδόμοι και οι εργάτες οικοδομών απέργησαν ζητώντας ελάττωση των ωρών δουλειάς και αύξηση του μεροκαμάτου. Συγκρούστηκαν με την αποικιακή αστυνομία και υπήρξαν τραυματισμοί και συλλήψεις. Το 1935 οι οργανωμένοι σε αναγνωρισμένη συντεχνία υποδηματοποιοί (Έλληνες, Τούρκοι και Αρμένιοι) απέργησαν με αιτήματα 30% αύξηση, δεκάωρη μέρα και αναγνώριση από τους εργοδότες. Ήταν η πρώτη φορά που νομικά αναγνωρισμένη συντεχνία κινητοποιούσε εργάτες. Η απεργία αυτή κατέληξε σε συμβιβασμό. Ακολούθησαν οι μεταλλωρύχοι σε δυο μεταλλεία της ΚΜΕ το 1936. Η απεργία αυτή διήρκεσε μόνο δυο μέρες, αλλά ήταν δικοινοτική στην περιοχή Λεύκας – Μαυροβουνιού και χρειάστηκε να έρθει στρατός για να την σπάσει. Το 1937 απέργησαν οι χτίστες του Βαρωσιού με αιτήματα αύξησης μεροκαμάτου, εννιάωρη δουλειά και αναγνώριση της συντεχνίας. Οι απεργοί συγκρούστηκαν με την αστυνομία και τους συνεργάτες της. Το 1938 σημειώθηκαν τέσσερις απεργίες, τρεις μάλιστες από γυναίκες εργάτριες. Η σημαντικότερη και η μοναδική που ηττήθηκε ήταν αυτή στο Νηματουργείο του Π. Ιωάννου στο Βαρώσι. Κράτησε τρεις μήνες και οι απεργοί ήταν όλοι γυναίκες. Οι άντρες του εργοστασίου ήταν απεργοσπάστες. Η απεργία των εργατριών του Βαρωσιού βρήκε ανταπόκριση και στις νεοϊδρυθείσες συντεχνίες της Λεμεσού. Οι υπο αναγνώριση συντεχνίες των βαρελοποιών, ραπτεργατών και υπαλλήλων κουρείων πρόσφεραν χρηματική στήριξη στις απεργούσες γυναίκες στο Βαρώσι και κάλεσαν τους εργάτες της Κύπρου να ενισχύσουν το δίκαιο αγώνα τους.
Οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης και η οργάνωση σε παγκύπρια βάση

Το 1939 υπήρξε σημαντική χρονιά για το συνδικαλιστικό κίνημα. Ήταν η χρονιά που εγγράφηκαν 32 καινούργιες συντεχνίες. Πέρα από άλλη μια μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων της ΚΜΕ και μια μικρότερη των εργατών γης στην περιοχή Κίτι-Μενεού στο τσιφλίκι του Αράπη (ενός Σύρου) που κερδίθηκαν, ήταν η τετραήμερη απεργία των χτιστών της Λευκωσίας την Πρωτομαγιά που κατέκτησε το οχτάωρο. Το Μάη του 1939 συμφωνήθηκε και η πρώτη συλλογική σύμβαση που κατοχύρωσε πραγματικά και το θεσμό της συντεχνίας και το οχτάωρο στις οικοδομές. Ακολούθησαν οι πελεκάνοι και ως το 1941 το οχτάωρο εφαρμόστηκε σε καθολική και παγκύπρια βάση.

Τον Αύγουστο του 1939, μέσα στο κλίμα της σημαντικής κατάκτησης του οχταώρου πραγματοποιήθηκε και η πρώτη απόπειρα για τη δημιουργία κεντρικού συντεχνιακού οργάνου. Η Πρώτη Παγκύπρια Συνδιάσκεψη έγινε στο Βαρώσι με τη συμμετοχή 101 αντιπροσώπων από 57 διαφορετικές συντεχνίες, που είχαν τότε γύρω στα 3400 ταχτικά συντεχνιακά μέλη. Εκλέγηκε πενταμελής επιτροπή για να επεξεργαστεί το ψήφισμα της συνδιάσκεψης και να του δώσει την τελική διατύπωση για υποβολή προς την κυβέρνηση. Η προσπάθεια αυτή όμως απέτυχε· σύμφωνα με την ΠΕΟ λόγω αδυναμίας της επιτροπής, αρνητικής στάσης μερικών δεξιών αντιπροσώπων και λόγω της έναρξης του παγκοσμίου πολέμου. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, η αποτυχία ήταν λόγω ιδεολογικών διαφορών και της προσπάθειας των κομμουνιστών να ελέγξουν το κίνημα.

Η ραγδαία ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος οδήγησε τη βρετανική αποικιακή κυβέρνηση να ενδιαφερθεί γενικότερα για τις συνθήκες εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις στην Κύπρο. Η ρύθμιση και η καθοδήγηση της ανάπτυξης και των δραστηριοτήτων των συντεχνιών στα “σωστά” κανάλια ήταν και αίτημα τμήματος της τοπικής αστικής τάξης, όπως φαίνεται γενικά μέσα από το δεξιό Τύπο αλλά και ειδικότερα μέσα από το κείμενο του Ν. Κ Λανίτη “Ο συνδικαλισμός και η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στην Κύπρο”, αγγλική έκδοση 1940. Το πιο προοδευτικό τμήμα της αστικής τάξης θεωρούσε ότι οι συντεχνίες ήρθαν για να μείνουν και ότι θα έπρεπε να δημιουργηθεί νομικό πλαίσιο που θα διέπει τη δραστηριότητα τους. Τον ίδιο χρόνο ήρθε στην Κύπρο ο W. J. Hull ως εργατικός σύμβουλος της κυβέρνησης, για να ετοιμάσει μια έκθεση με θέμα τα εργατικά προβλήματα στο νησί. Στη βάση αυτής της έκθεσης ακολούθησε η ίδρυση του Τμήματος Εργασίας (που εξελίχτηκε μετά την Ανεξαρτησία στο Υπουργείο Εργασίας), η τροποποίηση του Περί Συντεχνιών Νόμου και η θέσπιση άλλων δυο νόμων το 1941: του Περί Κατώτατων Ημερομισθίων και του Περί Εργατικών Διαφορών (συμφιλίωση, διαιτησία και έρευνα). Διορίστηκε ένας Διοικητής Εργασίας, δυο γραφείς, δυο Επιθεωρητές Εργασίας, ένας Έφορος Συντεχνιών, ένας κλητήρας και ένας Σύνδεσμος με το Στρατό για την απασχόληση των πολιτών.
Το 1941 πραγματοποιείται και η δεύτερη απόπειρα δημιουργίας κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου στη Λευκωσία. Συμμετείχαν 194 αντιπρόσωποι από 66 συντεχνίες. Όμως αυτή τη δεύτερη συνδιάσκεψη δεν τη συγκάλεσε η επιτροπή της πρώτης συνδιάσκεψης, αλλά μια άλλη πενταμελής επιτροπή που εκλέγηκε από παγκύπρια σύσκεψη των συντεχνιών στη Λεμεσό. Και τα πέντε μέλη της επιτροπής αυτής ήταν στελέχη της Αριστεράς και του καινούργιου της μαζικού πολιτικού σχήματος, του ΑΚΕΛ, που είχε ιδρυθεί μερικούς μήνες πριν. Η δεύτερη παγκύπρια συνδιάσκεψη, πέρα από τα θέματα των νέων εργατικών νομοσχεδίων και της κυβερνητικής πολιτικής και τις επιπτώσεις του πολέμου πάνω στους εργαζόμενους, ασχολήθηκε και με οργανωτικά θέματα εκλέγοντας 17μελή Παγκύπρια Συντεχνιακή Επιτροπή (ΠΣΕ). Ασκήθηκε κριτική στα κυβερνητικά νομοσχέδια και αναλήφθηκε η πρωτοβουλία για τη μεταρρύθμισή τους. Αποφασίστηκε η συνέχιση του αγώνα για την πάταξη της μαύρης αγοράς και η ενεργή συμμετοχή της εργατικής τάξης στον αντιφασιστικό αγώνα. Από οργανωτικής πλευράς αποφασίστηκε η οργάνωση των εργατών κατά επιχείρηση και η εντατικοποίηση της προσπάθειας για την οργάνωση των γυναικών, των αγροτικών εργατών και των Τουρκοκυπρίων.

Το ξέσπασμα του πολέμου το 1939 προκάλεσε τεράστιο κύμα ανεργίας στην Κύπρο. Σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών, που προκάλεσε την χρεωκοπία πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το κλείσιμο των περισσοτέρων μεταλλείων της Κύπρου οδήγησε πολλούς εργαζόμενους στην πείνα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το εργατικό κίνημα απαίτησε από την κυβέρνηση “ψουμίν τζιαι δουλειά”, μέσα από ανακουφιστικά κυβερνητικά έργα. Οι μαχητικές διαδηλώσεις οδήγησαν σε αστυνομική βία και συλλήψεις, απεργίες αλληλεγγύης και άλλες διαδηλώσεις που εξανάγκασαν την κυβέρνηση να αναλάβει κάποια προσωρινά ανακουφιστικά έργα. Συνολικά την περίοδο 1940-41 πραγματοποιήθηκαν 47 απεργίες με συμμετοχή 3000 εργατών. Το 1940 ξεκίνησε απεργία στα Δημόσια Έργα που είχαν αυξηθεί σημαντικά εξαιτίας των στρατιωτικών αναγκών που προέκυψαν λόγω του πολέμου. Το 1941 οι οικοδόμοι του Στρατιωτικού Νοσοκομείου 57, απέργησαν, συγκρούστηκαν με τους απεργοσπάστες και κέρδισαν το οχτάωρο και για τους κυβερνητικούς. Τον ίδιο χρόνο οι υποδηματεργάτες της Λευκωσίας πέτυχαν την οριστική κατάργηση της κατ’ αποκοπή εργασίας (δουλειάς με το κομμάτι) και την εφαρμογή του οχταώρου.
Η ραγδαία αύξηση των στρατιωτικών και δημοσίων έργων κατά τη διάρκεια του πολέμου έδωσε καινούργια πνοή στην κυπριακή εργατική τάξη δίνοντάς της την ευκαιρία να διεξάγει νέους σημαντικούς αγώνες τόσο για μισθολογικές αυξήσεις, όσο και για εργασιακά δικαιώματα. Το 1946 υπήρχαν σχεδόν 100 000 υπάλληλοι (58% των εισοδηματιών). Από αυτούς 80% εργαζόταν εκτός γεωργίας και 25% στη βιομηχανία και τις επιδιορθώσεις. Το ανεκτικότερο κλίμα μέσα από την ευρύτερη φιλελευθεροποίηση του αποικιακού καθεστώτος επέτρεψε στη συντεχνιοποίηση να εξελιχθεί ραγδαία με το συνολικό αριθμό των συντεχνιών να τριπλασιάζεται και τον αριθμό των μελών τους να εξαπλασιάζεται από το 1939 στο 1945. Το Δεκέμβρη του 1942 πραγματοποιήθηκε παγκύπρια απεργία στα στρατιωτικά έργα με συμμετοχή 8000-10 000 εργατών. Η απεργία πέτυχε κάποιες άμεσες μισθολογικές αυξήσεις, αλλά πιο ουσιαστικά αποτέλεσε επίδειξη δύναμης προς την αποικιακή κυβέρνηση που προχώρησε σε επιχορηγήσεις στις τιμές βασικών προϊόντων και στο διορισμό επιτροπής τιμαρίθμου για να ετοιμάσει αναλυτικές εισηγήσεις στην κυβέρνηση. Το Μάη του 1943 η ΠΣΕ κατέθεσε αναλυτική έκθεση στην επιτροπή τιμαρίθμου της κυβέρνησης με συγκεκριμένες προτάσεις και τον Οκτώβρη του 1943 προχώρησε σε παναπεργία για να ασκήσει πίεση πάνω στην κυβέρνηση. Η απεργία επηρέασε περισσότερους από 20 000 εργάτες.
Το Φεβράρη του 1944 η ΠΣΕ καταθέτει αιτήματα αυξήσεων στη βάση του τιμάριθμου, τα οποία απορρίπτονται από την κυβέρνηση. Με προκήρυξή της στις 8/2/1944 καλεί την εργατική τάξη και το λαό σε συστράτευση. “Εμπρός λοιπόν για την τρίτη φάση του αγώνα που θα μας δώσει την πλήρη προσαρμογή των μεροκαμάτων στον τιμάριθμο και την άμεση εφαρμογή των εισηγήσεων μας για την λύση του επισιτιστικού προβλήματος…Σύνθημα μας λοιπόν ας είναι αυτές τις μέρες ένα και μόνον. Εμπρός για την εξασφάλιση του ψωμιού μας, των παιδιών μας, του ψωμιού των παιδιών και της γυναίκας του στρατιώτη. Ζήτω ο αγώνας του λαού.” Η απεργία της 1ης Μαρτίου 1944 κράτησε 24 μέρες και υπήρξε η πιο σημαντική μάχη του κυπριακού εργατικού κινήματος. Ξεκίνησε από τους εργάτες στα δημόσια έργα, αλλά σύντομα δημιουργήθηκε κίνημα αλληλεγγύης σε παγκύπρια βάση, οργανώθηκαν έρανοι για τους απεργούς και κλιμακώθηκε με παναπεργία και μαζικές συγκεντρώσεις. Έτσι κατακτήθηκε το 1944 η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ), που συνδέει ακόμα τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων με αυξήσεις στους μισθούς.
Η διάσπαση του εργατικού κινήματος σε ιδεολογική και εθνοτική βάση
Οι ιδεολογικές και οι εθνοτικές διαφορές υπήρχαν από το ξεκίνημα του εργατικού κινήματος. Όμως ως τα μέσα της δεκαετίας του 1940 δεν ήταν αρκετά έντονες ώστε να προκαλέσουν διάσπαση. Η ενότητα της εργατικής τάξης έμπαινε ως επιτακτική προτεραιότητα και εμπόδιζε την εσωτερική σύγκρουση. Για παράδειγμα μια συντεχνία εθνικοφρόνων, που συστάθηκε από απεργοσπάστες το 1926, διαλύθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Τη δεκαετία του 1930 το αντικομμουνιστικό κλίμα που επικρατούσε στην κυπριακή κοινωνία δεν φαίνεται να πέρασε στην εργατική τάξη. Οι κομμουνιστές εξελίχτηκαν σε άτυπους ηγέτες του εργατικού κινήματος και καθοδηγούσαν πολιτικά τη δράση του. Όμως η δεκαετία του 1940 ήταν η εποχή των μεγάλων πολιτικών συγκρούσεων ανά το παγκόσμιο. Πέρα από τον ταξικό αγώνα, ο αντιφασιστικός και ο αντιαποικιακός αγώνας δημιούργησαν καινούργια πλαίσια πολιτικής αντίληψης και δράσης. Στην Ελλάδα ξεκίνησε υπόγεια ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των ανταρτών του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ από τη μια και της φιλοδυτικής εθνικόφρονος δεξιάς από την άλλη. Η Ευρώπη ολόκληρη αποτέλεσε πεδίο πολιτικής και ιδεολογικής σύγκρουσης μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων, αγγλοαμερικανικού και σοβιετικού στρατού παραμονές της ήττας της ναζιστικής Γερμανίας. Στη Μέση Ανατολή οι αντιαποικιακές κινητοποιήσεις έγιναν εντονότερες. Στην Κύπρο το καινούργιο μαζικό σχήμα της κομμουνιστικής Αριστεράς, το ΑΚΕΛ, μέσα από την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου κέρδισε δυο από τους πέντε δήμους στις εκλογές του 1943 και εξελίχθηκε σε εν δυνάμει κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Ταυτόχρονα η έκκλησή του στην κυπριακή εργατική τάξη να συστρατευτεί στον αντιφασιστικό αγώνα οδήγησε πολλούς Κύπριους (Ε/κ και Τ/κ) να ενταχτούν στο βρετανικό στρατό1.  Η ίδρυση του ΑΚΕΛ ως μετωπικού και νόμιμου πολιτικού σχήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου με γραμμή την εθνική αυτοδιάθεση, που στις συνθήκες της Κύπρου ερμηνευόταν ως ένωση με την Ελλάδα, σηματοδοτεί την ολοκληρωτική επικράτηση του εθνικισμού στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Όμως ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός της δεκαετίας του 1940 ήταν ακόμα ήπιος σε σχέση με αυτόν των επόμενων δεκαετιών. Διαλεκτικά η κυριαρχία του εθνικιστικού πολιτικού πλαισίου δράσης στην ελληνοκυπριακή κοινότητα προκάλεσε και την εμφάνιση του τουρκοκυπριακού εθνικισμού με βασικό σύνθημα την αποτροπή της Ένωσης και μέσο το διαχωρισμό των κοινοτήτων στην Κύπρο και στο κοινωνικο-οικονομικό πεδίο.
Οι πρώτες τουρκικές συντεχνίες εμφανίζονται το 1942 και η εμφάνισή τους συμπίπτει με την οργάνωση του ΑΚΕΛ και με την άνοδο του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Ήταν όμως πολύ αδύναμες τόσο αριθμητικά όσο και οργανωτικά. Οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι εργάτες συνέχισαν να είναι μέλη της ΠΣΕ-ΠΕΟ. Παρόλ’ αυτά η ΠΣΕ-ΠΕΟ δεν κατάφερε να εξελιχθεί σε δικοινοτική συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς σύμφωνα με τον ηγέτη του αριστερού συνδικαλιστικού κινήματος Αντρέα Ζιαρτίδη: “Υποτιμούσαμε την ανάγκη ισότιμης μεταχείρισης των Τ/κ μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα…τα περισσότερα από τα καταστατικά των συντεχνιών μας δεν είχαν μεταφραστεί ποτέ στα τούρκικα για την εξυπηρέτηση των Τούρκων μελών τους…τα φυλλάδια επίσης, σπανιότατα μιλούσε Τούρκος ομιλητής (σε συνέδρια και) σπανιότατα γινόταν μετάφραση των εισηγήσεων ή των αποφάσεων στα τούρκικα.”
Τη δεκαετία του 1940 όμως ήταν η ιδεολογική σύγκρουση Αριστεράς και Δεξιάς που κυριαρχούσε και ήταν αυτή που προκάλεσε τη βασική διαίρεση του συνδικαλιστικού κινήματος. Η ΠΣΕ, που δημιουργήθηκε με τη δεύτερη συνδιάσκεψη των συντεχνιών, τάχθηκε ανοιχτά με το ΑΚΕΛ στις δημοτικές εκλογές του 1943 και αυτό προκάλεσε τη δυσαρέσκεια κάποιων εργατών που προχώρησαν στη δημιουργία των Νέων Συντεχνιών το 1944. Η δημιουργία των Νέων Συντεχνιών ενθαρρύνθηκε και προωθήθηκε από το Κυπριακό Εθνικό Κόμμα (ΚΕΚ). Το ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι παρά την ελληνοχριστιανική τους πολιτική γραμμή, οι Νέες Συντεχνίες είχαν στα πρώτα τους συνέδρια και συμμετοχή Τουρκοκυπρίων αντιπροσώπων από τις νεοϊδρυθείσες τουρκικές συντεχνίες. Βέβαια αυτό δεν κράτησε και πολύ διότι σταδιακά η εθνοτική πολιτική σύγκρουση άρχισε να περιορίζει τα περιθώρια συνεργασίας των εργατών από τις δυο βασικές κοινότητες της Κύπρου. Όμως οι Παλιές Συντεχνίες (ΠΣΕ-ΠΕΟ) διατήρησαν καλές σχέσεις με τις τούρκικες συντεχνίες και προχώρησαν στην ίδρυση τουρκικού γραφείου για τους Τουρκοκύπριους εργάτες μέλη της ΠΕΟ. Το 1954 η ΠΕΟ είχε 2500 Τουρκοκύπριους εργάτες και το 1955 3000, σε σύγκριση με 740 και 2214 που ήταν τα μέλη των τουρκικών συντεχνιών αντίστοιχα. Οι Τουρκοκύπριοι εργάτες δεν έδειξαν ενθουσιασμό για το ξεχωριστό κίνημα πριν το 1956, παρόλο που η Ένωση ήταν ένας από τους στόχους που προωθούσαν τόσο οι Παλιές όσο και οι Νέες Συντεχνίες.
Ενώ οι Παλιές Συντεχνίες αυτοπροσδιορίζονταν ως ταξικές οργανώσεις, οι Νέες Συντεχνίες αυτοπροσδιορίζονταν ως εθνικές οργανώσεις. Αυτή ήταν η βασική ιδεολογική διαίρεση του συνδικαλιστικού κινήματος τη δεκαετία του 1940, που ήταν η δεκαετία της μεγαλύτερης του δύναμης. Και αυτή η ιδεολογική διαίρεση ήταν εμφανής στις συζητήσεις και στις εκδηλώσεις που οργανώνονταν – διαλογικές συζητήσεις και μαθήματα στην Αριστερά, άρθρα και διαλέξεις στην Δεξιά. Ενώ η Αριστερά έδινε έμφαση στην ταξική και υλιστική διαπαιδαγώγηση των εργατών, η Δεξιά έδινε έμφαση στην εθνική και αντικομμουνιστική διαπαιδαγώγηση των εργατών.
Η σύγκρουση Στάλιν – Τρότσκυ για την πολιτική που θα ακολουθούσε η Σοβιετική κυβέρνηση στη Ρωσία τη δεκαετία του 1930 είχε αντίκτυπο και προεκτάσεις στα κομμουνιστικά εργατικά κινήματα ανά το παγκόσμιο. Έτσι και στην Κύπρο ιδρύθηκε ένα μικρό Τροτσιστικό Κόμμα, που δρούσε παράλληλα με το ΚΚΚ μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι Τροτσκιστές έπαιρναν συχνά πιο ριζοσπαστικές θέσεις στη μελέτη των αιτημάτων και κατηγορούνταν συχνά για εξτρεμισμό. Πέρα όμως από τις ιδεολογικές διαφορές υπήρχαν και κοινωνικο-πολιτικές διαφορές, όπως φαίνεται από το ζήτημα της συστέγασης των συντεχνιών. Διαιρέσεις δηλαδή στο εσωτερικό της εργατικής τάξης της Κύπρου όσον αφορούσε το στάτους του κάθε κλάδου και της συνδικαλιστικής του ηγεσίας. Οι επίτροποι παραδείγματος χάριν της συντεχνίας των εμποροϋπαλλήλων δεν αποδέχονταν τη συστέγαση με τους εργάτες της οικοδομικής βιομηχανίας ή με τους υποδηματεργάτες, ενώ η συντεχνία των τυπογράφων ήθελε να έχει δικό της ξεχωριστό οίκημα. Αυτό ήταν θέμα της συγκεκριμένης συνδικαλιστικής ηγεσίας που υπολόγιζε ότι με τη συστέγαση ίσως να έχανε ορισμένα προνόμια.
Βέβαια τελικά η συστέγαση των συντεχνιών προχώρησε και οι γενικές συντεχνίες ΠΕΟ και ΣΕΚ καταφέραν να συγκροτηθούν ως παγκύπριες και πολυκλαδικές οργανώσεις. Όμως οι κοινωνικο-πολιτικές διαφορές παρέμειναν, όπως φάνηκε αργότερα με τη δημιουργία ξεχωριστών κλαδικών συντεχνιών των δημοσίων υπαλλήλων, των δασκάλων και των καθηγητών, των τραπεζικών, των καταστηματαρχών κτλ. Ποια ήταν όμως η λογική πίσω από τη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων; Ο Ζιαρτίδης λόγου χάριν αναφέρει ότι διδάχτηκε από τον Πλουτή Σέρβα, ηγέτη του ΑΚΕΛ και δήμαρχο Λεμεσού, πώς διεξάγονται οι εργατικοί αγώνες μέσα από την οργάνωση της συντονιστικής επιτροπής, την υποβολή των αιτημάτων γραπτώς προς τους εργοδότες και τη διεξαγωγή διαλόγου (συλλογικών διαπραγματεύσεων) μαζί τους, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει απεργία ή όχι. Ότι το βασικό είναι να κερδιθεί η κοινή γνώμη με το μέρος των απεργών και ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση να υποστηριχτεί η απεργία μέσα από τη δημιουργία ειδικού απεργιακού ταμείου.
Με το τέλος του παγκοσμίου πολέμου το 1945, κατά τη διάρκεια του οποίου το συνδικαλιστικό κίνημα είχε σημαντικές επιτυχίες, οι Αρχές είχαν την ευχέρεια να προχωρήσουν στην καταστολή του εργατικού κινήματος με στόχο την πολιτική του εξουδετέρωση. Με βάση διάφορα άρθρα του Ποινικού Κώδικα προσήψαν συνολικά 15 κατηγορίες ενάντια στους 18 συντεχνιακούς ηγέτες, που συνέκλιναν όλες σε ένα κοινό σημείο: ότι οι κατηγορούμενοι με διάφορες πράξεις τους σκόπευαν “προς προαγωγή στασιαστικής προθέσεως να διεγείρουν το μίσος και να αποπειραθούν να προκαλέσουν την αλλαγή δια μη νομίμων μέσων της καθεστηκυίας τάξεως στην Κύπρο”. Παρά τις αντιδράσεις του συνδικαλιστικού κινήματος το αποικιακό δικαστήριο βρήκε τους εργατικούς ηγέτες ένοχους “ότι προσπαθούν να οδηγήσουν τες μάζες στον δρόμο της συνωμοσίας και της επανάστασης” (για να) “ανατρέψουν το υφιστάμενο καθεστώς και να εγκαθιδρύσουν σοσιαλιστικό κράτος με βάση την Μαρξιστική θεωρία” και διέταξε τη φυλάκισή τους. Η υπεράσπιση μάταια επιχειρηματολόγησε ότι “η λέξη επανάσταση δεν σημαίνει πάντα την ένοπλη εξέγερση” και ότι “την χρήση βίας η εργατική τάξη την χρησιμοποιεί μόνο όταν κερδίσει την λαϊκή ετυμηγορία και η αστική τάξη αρνηθεί να παραδώσει την εξουσία”. Μάταια επίσης επιχειρηματολόγησε ότι η παρούσα ιμπεριαλιστική κυβέρνηση δεν ήταν δημοκρατική και άρα είχαν δικαίωμα οι κατηγορούμενοι να την πολεμούν, ότι “οι κατηγορούμενοι αποδοκιμάζουν το κεφαλαιοκρατικό σύστημα που επιτρέπει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και το οποίο κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ εκατομύρια άνθρωποι έχυναν το αίμα τους υπέρ της Δημοκρατίας επέτρεψε σε ορισμένους ανθρώπους να συσσωρεύουν περιουσίες εκμεταλλευόμενοι τις οικογένειες των πολεμιστών και των εργατών των μετόπισθεν…ουδέποτε συνωμότησαν, ουδέποτε απέκρυψαν τους σκοπούς και τις αρχές τους τουναντίον εφρόντιζαν να δίδουν σε αυτές τη μεγαλύτερη δημοσιότητα”. Ο Ζιαρτίδης στην απολογία του αναφέρθηκε στη Διακήρυξη του Ατλαντικού, με την οποία οι Συμμαχικές Δυνάμεις όρισαν ως σκοπούς του πολέμου την ελευθερία των λαών και τη δημοκρατία. “Δεν πταίομεν εμείς αν επιστεύσαμεν σε αυτές τις αρχές. Πταίουν εκείνοι που υποκρινόμενοι τις έδωσαν ως σκοπούς του πολέμου…Δεν πρέπει να μας επιβληθεί καμιά ποινή. Αλλά αν το δικαστήριο βρει ότι είναι υποχρεωμένο να μας τιμωρήσει τότε δεν είναι εμάς που τιμωρεί αλλά πλήττει τις αρχές εκείνες τις οποίες έχουμε προηγουμένως αναφέρει”. Τελικά, λόγω μαζικών κινητοποιήσεων της εργατικής τάξης στην Κύπρο αλλά και λόγω της αλληλεγγύης από τις αγγλικές συντεχνίες και μερίδα του κυβερνώντος εργατικού κόμματος στη Βρετανία, η αποικιακή κυβέρνηση απελευθέρωσε όλους τους εργατικούς ηγέτες ένα χρόνο μετά, πριν δηλαδή τη λήξη της ποινής των περισσοτέρων.
Η σύγκρουση Αριστεράς (ΑΚΕΛ/ΠΣΕ-ΠΕΟ/ΕΑΚ) και Δεξιάς (ΚΕΚ/ΣΕΚ/ΠΕΚ) κορυφώθηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 1940 με αναφορές και στον Ψυχρό Πόλεμο αλλά και στον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα. Η μη στήριξη της Δεξιάς προς τους φυλακισμένους εργατικούς ηγέτες της ΠΣΕ-ΠΕΟ ήταν ενδεικτική της έντασης και του βάθους που είχε τότε η αντιπαράθεση. Αυτή η αντιπαράθεση δεν ήταν μόνο πολιτικο-ιδεολογική αλλά πιο σημαντικά και κοινωνικο-οικονομική. Τότε ήταν η εποχή του “οικονομικού πολέμου”, όπου οι δεξιοί εργοδότες δεν προσλάμβαναν αριστερούς εργάτες και οι αριστεροί δεν ψώνιζαν από δεξιούς μπακάληδες. Το 1948 ήταν η χρονιά που η σύγκρουση αυτή έφτασε στο απόγειο της με τις μεγάλες απεργίες των οικοδόμων και των μεταλλωρύχων. Σύμφωνα με την ΠΕΟ, στις δικοινοτικές αυτές απεργίες η ίδια και η τούρκικη συντεχνία ΚΤΙΒΚ ηγήθηκαν της αγωνιζόμενης εργατικής τάξης της Κύπρου, ενώ η ΣΕΚ τάχθηκε με τους εργοδότες και έστελλε τα μέλη της να δουλέψουν ως απεργοσπάστες. Σημειώθηκαν βίαιες συγκρούσεις και υπήρχαν θύματα, τραυματίες και συλλήψεις, όταν η αποικιακή αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των απεργών. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, τα εργατικά αιτήματα που έθεσε η ΠΕΟ ήταν κάλυψη για τους πραγματικούς στόχους των κομμουνιστών, που ήταν ο αποκλεισμός της ΣΕΚ από τους δυο βασικούς κλάδους – οικοδομές και μεταλλεία – και κατ’ επέκταση η κυριαρχία της ΠΕΟ στην κυπριακή εργατική τάξη ως πρώτο βήμα για τη δημιουργία σοβιετικού κράτους στην Κύπρο.
Οι απεργίες των μεταλλωρύχων και των οικοδόμων το 1948
Οι συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία ήταν πολύ άσχημες και τα μεροκάματα χαμηλά. Δεν υπήρχαν άδειες ανάπαυσης ή πληρωμένες αργίες. Όταν το 1947 οι εργάτες απείχαν από την εργασία τους για να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά, η εταιρεία σε αντίποινα έκλεισε το μεταλλείο κηρύσσοντας λοκ-αουτ για 3 μέρες. Οι μεταλλωρύχοι έμεναν σε μικροσκοπικά δωμάτια της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας στη Σκουριώτισσα – Μαυροβούνι – Ξερό στριμωγμένοι με τις οικογένειές τους. Η απεργία ξεκίνησε λόγω της απόρριψης των αιτημάτων των συνεργαζόμενων συντεχνιών της ΠΕΟ και της ΚΤΙΒΚ από την εργοδοσία. Τα αιτήματα αυτά αφορούσαν ωράριο, αυξήσεις μισθών, όρους εργολαβιών, υπερωρίες, αργίες, ιατρική περίθαλψη. Στις 18 του Γενάρη του 1948 ομόφωνα οι μεταλλωρύχοι αποφάσισαν να μετατρέψουν την προειδοποιητική απεργία τους, που έληγε στις 19 του μήνα, σε απεργία διαρκείας.
Σύμφωνα με την ΠΕΟ, στις 23 του μήνα εκδηλώνεται καλά οργανωμένη και προμελετημένη απεργοσπαστική συνωμοσία (με τη συμμετοχή και της ΣΕΚ). Κατάφεραν στην πρώτη τους προσπάθεια να βρουν 21 απεργοσπάστες και με τη συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης τούς πήγαν στο μεταλλείο, αλλά οι απεργοί δεν επέτρεψαν στην αστυνομία να περάσει. Αυτή για να ανοίξει το δρόμο άρχισε να πυροβολεί εναντίον των απεργών, που υπερασπιζόμενοι τον αγώνα τους όρμησαν μπροστά και έδωσαν σκληρή μάχη με την αστυνομία, ενώ άλλοι ξυλοκόπησαν αστυνομικούς και απεργοσπάστες. Ακολούθως κηρύχτηκε νέα 24ωρη παναπεργία στις 6 του Μάρτη. Δυο μέρες αργότερα οι απεργοί στην αποβάθρα προσπάθησαν να αποτρέψουν τους απεργοσπαστες και η αστυνομία απροειδοποίητα άρχισε να πυροβολά. Οι γυναίκες των απεργών αψηφώντας τη ζωή τους όρμησαν ενάντια στους αστυνομικούς και τους πήραν τα όπλα για να μην υπάρξει άλλο αιματοκύλισμα. Στις 16 του Μάρτη δέκα εργάτριες σταμάτησαν με ξύλα και πέτρες το τραίνο στο μέσο της διαδρομής Μαυροβουνιού-Ξερού, που μετέφερε κενά βαγόνια και 5-6 απεργοσπάστες.
Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, με την κήρυξη της απεργίας άρχισε ταυτόχρονα και μια προπαγανδιστική δυσφημιστική εκστρατεία σε βάρος της από μέρους της ΠΕΟ και ολόκληρου του κομμουνιστικού μηχανισμού με τη διάδοση φημών ότι δήθεν οι Νέες Συντεχνίες θα προμήθευαν την ΚΜΕ με 400 απεργοσπάστες. Έτσι εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία έλεγε ότι “παρόλο ότι συμπαθούμε τον απεργιακό αγώνα σας εντούτοις με λύπη μας σας πληροφορούμε ότι δεν είμεθα διατεθειμένοι να ενισχύσουμε υλικά εργάτες που βρίσκονται κάτω από την αντεργατική καθοδήγηση της ΠΕΟ η οποία πολεμά με τον πιο απάνθρωπο και αντιεργατικό τρόπο τους εργάτες των συντεχνιών μας και ζητά να τους καταδικάσει στην πείνα κηρύσσοντας απεργίες που στρέφονται όχι ενάντια στους εργοδότες αλλά ενάντια στους νεοσυντεχνιακούς για να διωχτούν από την δουλειά”. Η ΣΕΚ ως το θύμα συντονισμένης βίας εκ μέρους των απεργών της ΠΕΟ απευθύνθηκε στη συνέχεια στις Αρχές και κατείγγειλε τους εκφοβισμούς που δέχονταν τα μέλη της και τη φίμωση του Τύπου από πλευράς της ΠΕΟ με οδηγίες προς τη συντεχνία τυπογράφων να αρνούνται να τυπώνουν εφημερίδες με δημοσιεύματα που ήταν αντίθετα προς τις απόψεις του ΑΚΕΛ.
Ενδεικτική του κλίματος πολιτικής πόλωσης που επικράτησε είναι η απεργία των μεταλλωρύχων που εξελίχθηκε σε μια σύγκρουση Αριστεράς και Δεξιάς. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’ με εγκύκλιο του στις 20/3/1948 καλεί το λαό να τερματίσει την απεργία του, αλλά αγνοείται από τους απεργούς που συνεχίζουν τον αγώνα τους. Στις 20 του Απρίλη έφτασε στην Κύπρο ο Αμερικανός διευθυντής της ΚΜΕ Μαντ και άρχισε αμέσως διαπραγματεύσεις με τους απεργούς, στις οποίες εμπλάκηκε και η αποικιακή κυβέρνηση. Η τετράμηνη απεργία στην ΚΜΕ έληξε με συμφωνία στις 14 και τελικό κλείσιμο στις 16 Μαϊου 1948. Σύμφωνα με την ΠΕΟ, με την απεργία οι μεταλλωρύχοι της ΚΜΕ πέτυχαν οικονομικά ωφελήματα που ικανοποιούσαν το 33% των αρχικών τους αιτημάτων και το λαϊκό κίνημα βγήκε από αυτή την αναμέτρηση νικητής και άντλησε μεγάλα διδάγματα ταξικής πάλης στον απεργιακό αγώνα. Λίγο καιρό μετά την απεργία η ΚΜΕ φοβούμενη νέες ανωμαλίες στις δουλειές της ικανοποίησε σχεδόν όλα τα αιτήματα που είχαν υποβληθεί. Αντίθετα, σύμφωνα με τη ΣΕΚ, το όργιο τρομοκρατίας και βίας δεν απέδωσε τ’ αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς η απεργία στην ΚΜΕ έκλεισε με ασήμαντα οικονομικά οφέλη αλλά και λιγότερα κομματικά οφέλη, που ήταν ο σημαντικότερος στόχος της κομμουνιστικής συντεχνιακής και κομματικής ηγεσίας.
Τον Αύγουστο του 1948 έληγε η συλλογική σύμβαση των οικοδόμων και η συντεχνία τους υπέβαλε από τις 20 του Μάη αιτήματα αυξήσεων στα μίνιμουμ μεροκάματα, αύξησης της συνδρομής στις συντεχνιακές κοινωνικές ασφαλίσεις, αποζημίωσης σε περίπτωση βροχής ή κακοκαιρίας. Ο Σύνδεσμος Εργολάβων Οικοδομών υπέβαλε αξίωση να καταργηθεί άρθρο προηγούμενης σύμβασης για την πρόσληψη εργατών (μόνο από την ΠΕΟ) και να επιτραπεί στους εργολάβους να δίνουν υπεργολαβίες. Σύμφωνα με την ΠΕΟ, οι Νέες Συντεχνίες πρωτοστατούσαν τότε στους απεργοσπαστικούς αγώνες και επομένως τα μέλη τους, που ήταν στην πλειοψηφία τους απεργοσπάστες, “δεν είχαν κανένα δικαίωμα δουλειάς στις οικοδομές”. Η “ελεύθερη” πρόσληψη που ζητούσαν οι εργολάβοι θα τους άφηνε ελεύθερα χέρια να κάνουν στην επιλογή διακρίσεις σε βάρος της ΠΕΟ. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ η απεργία που τροχιοδρομούνταν από την ΠΕΟ είχε ως στόχο την εξόντωση της ΣΕΚ. Σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν οι διαφορές μεταξύ των δύο συντεχνιακών οργανώσεων των οικοδόμων και της ΠΕΟ-ΣΕΚ πραγματοποιήθηκε με τη μεσολάβηση του Διοικητή Εργασίας σύσκεψη στο γραφείο του στις 23 Αυγούστου, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη της απεργίας. Η εισήγηση της ΠΕΟ ήταν οι δύο συντεχνίες να καλούν τα εργαζόμενα στην ίδια δουλειά μέλη τους σε μικτή Γενική Συνέλευση των ενδιαφερομένων εργατών, η απόφαση της οποίας να είναι τελεσίδικη (δηλαδή δεδομένης τότε της πλειοψηφίας των μελών της ΠΕΟ η εκλογή της επιτροπής και η τελεσίδικη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης θα ήταν πάντοτε εκείνη που ευνοούσε η ΠΕΟ). Αν οι πιο πάνω όροι γίνονταν αποδεχτοί, η ΠΕΟ δεχόταν να αποσύρει τον όρο του κλόουζ σιοπ και να συζητήσει τον πρακτικό τρόπο πρόσληψης των εργατών στη δουλειά. Η ηγεσία της ΣΕΚ είδε την πρόταση της ΠΕΟ ως τακτικό ελιγμό και διακατεχόμενη από καχυποψία και επηρεασμένη από το γενικό αντικομμουνιστικό κλίμα απέρριψε την εισήγησή της. Μετά το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις η συντεχνία κήρυξε απεργία στις 26 Αυγούστου, που κράτησε μέχρι τις 18 του Δεκέμβρη του 1948.
Σύμφωνα με την ΠΕΟ ο απεργιακός αγώνας των οικοδόμων στάθηκε δύσκολος και πολύ σκληρός, γιατί είχε να αντιμετωπίσει το απεργοσπαστικό κύμα της ΣΕΚ. Οι απεργοί χρειάστηκε να δώσουν πραγματικές μάχες με τους απεργοσπάστες και την αστυνομία που τους προστάτευε, για να κερδίσουν τον αγώνα τους. Στη βία απάντησαν με αντιβία και σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν από ορισμένους απεργούς, που έδρασαν πρωτοβουλιακά, και δυναμίτες εναντίον υποστατικών απεργοσπαστών. Σύμφωνα με την ΠΕΟ τα δικαστήρια καταδίκαζαν μόνο μέλη της ΠΕΟ σε φυλακίσεις και πρόστιμα και όχι Χίτες2 ή μπράβους της ΣΕΚ. Τελικά οι απεργοί οικοδόμοι δικαιώθηκαν και η απεργία τερματίστηκε με σχετική συμφωνία που υπογράφτηκε στις 18 του Δεκέμβρη. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, η ΠΕΟ προσπαθούσε να την τσακίσει χρησιμοποιώντας μέλη της που απεργούσαν αλλά και μπράβους του ΑΚΕΛ, που επιστρατεύτηκαν από τη Λευκωσία και την ύπαιθρο και δημιούργησαν και οργάνωσαν τρομοκρατικές ομάδες κρούσης ενάντια στα μέλη της ΣΕΚ, που αγωνίζονταν για το ελεύθερο δικαίωμα οργάνωσης και εργασίας. Σκοπός τους ήταν να κατατρομοκρατήσουν με τη χρήση βίας τους εργαζόμενους και τους εργοδότες τους από τη μια και να προκαλέσουν οικονομικές ζημιές στους ιδιοκτήτες των ανεγειρόμενων οικοδομών από την άλλη, εξαναγκάζοντας τους έτσι να αναστείλουν τις εργασίες μέχρι να πετύχουν οι κομμουνιστές εκείνο που επιδίωκαν. Η απεργία, σύμφωνα με τη ΣΕΚ, απέτυχε καθώς στο τέλος του Οκτώβρη οι εργολάβοι οικοδομών υπέγραψαν συμβόλαιο με τις Νέες Συντεχνίες, το οποίο καθόριζε ότι οι εργολάβοι μπορούσαν να προσλαμβάνουν προσωπικό είτε από τις Νέες είτε από τις Παλαιές Συντεχνίες. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, οι όροι της τελικής συμφωνίας το Δεκέμβρη δεν ήταν διαφορετικοί από αυτούς που είχαν αρχικά προταθεί, έτσι ουσιαστικά η απεργία ήταν άσκοπη.

Ποιο ήταν το τελικό αποτέλεσμα της απεργίας των οικοδόμων; Σύμφωνα με την ΠΕΟ, η επιτευχθείσα συμφωνία, που αποτέλεσε τον πρόδρομο της ίδρυσης του Γραφείου Εξεύρεσης Εργασίας, βοήθησε πολύ την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης και των συνδικαλιστικών οργανώσεων εκείνη την εποχή και συνέβαλε ώστε αργότερα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ΠΕΟ και ΣΕΚ να συνεργάζονται στενά σε όλα τα στάδια της προετοιμασίας, υποβολής, διαπραγμάτευσης και αν χρειαστεί και της δυναμικής διεκδίκησης των δικαιωμάτων. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, το βασικό αποτέλεσμα ήταν ότι έκτοτε ΑΚΕΛ και ΠΕΟ, παρόλο που δε σταμάτησαν την υπόσκαψη και τον πόλεμο εναντίον της ΣΕΚ, εντούτοις ουδέποτε ξαναδοκίμασαν παρόμοιο εγχείρημα και η ΣΕΚ εδραιώθηκε μια για πάντα στον εργατικό στίβο και καμιά δύναμη δεν μπορούσε να σταματήσει την πορεία της.
Αυτές οι διαμετρικά αντίθετες αφηγήσεις της ιστορίας αντιστοιχούν στις διαμετρικά αντίθετες πολιτικές θέσεις των δυο συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το 1948 υπήρξε σταθμός στην κοινωνική και πολιτική ιστορία της Κύπρου. Η ταξική και πολιτική σύγκρουση κατέληξε σε κάποιου είδους κοινωνικό συμβιβασμό, αφού έγινε ξεκάθαρο ότι ήταν αδύνατο να κυριαρχήσει μια από τις δυο παρατάξεις πάνω στην άλλη. Έτσι σταδιακά άρχισε να γίνεται αποδεχτό ότι το εργατικό κίνημα είχε ήδη διαιρεθεί και ότι η συνέχιση της πόλωσης και της αντιπαράθεσης μόνο ζημιά προκαλούσε. Λίγα χρόνια μετά, στα πλαίσια και της γραμμής της εθνικοαπελευθερωτικής ενότητας όπως εκφράστηκε με το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950, άρχισαν να συνεργάζονται οι δυο βασικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, να συνεννοούνται και να παρουσιάζουν κοινά αιτήματα στις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες, πρακτική που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά την Ανεξαρτησία του 1960. Προς το τέλος της ζωής του ο Ζιαρτίδης προέβηκε και σε κάποιου είδους απολογιστική αυτοκριτική για την αρχικά εχθρική στάση της ΠΕΟ προς τη ΣΕΚ καλώντας και τη ΣΕΚ να πράξει το ίδιο.
Έχουμε το δικό μας μερίδιο με το γεγονός ότι δεν αντιληφθήκαμε ότι εμφανίστηκε μια τάση που ήταν αναπόφευκτο να εμφανιστεί και ότι με αυτήν την τάση έπρεπε να συνεργαστούμε – δυσαρεστηθήκαμε που μπήκαν επαναλαμβάνω στα ταράφια μας του συνδικαλισμού κάποιοι νέοι συνδικαλιστές και αρχίσαμε να τους ανταγωνιζόμαστε να τους πολεμούμε. Και εκείνοι φέρουν την ευθύνη για το ότι από τα πρώτα τους βήματα εμφανίστηκαν σαν αντικομμουνιστικές αντιαριστερές οργανώσεις με στόχο την διάλυση των αριστερών οργανώσεων.  (Αντρέας Ζιαρτίδης: Χωρίς φόβο και πάθος, Πανίκου Παιονίδη, 1995)
Η εδραίωση του συνδικαλισμού: ανεξάρτητες συντεχνίες και το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων
Πέρα όμως από τις συντεχνίες της Αριστεράς και της Δεξιάς, τα τελευταία χρόνια της αποικιακής διακυβέρνησης εμφανίστηκαν και οι ανεξάρτητες συντεχνίες από εργαζόμενους σε δημόσιες/κρατικές υπηρεσίες, όπως οι Κυπριακές Αερογραμμές, η Αρχή Ηλεκτρισμού, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, η Επιτροπή Σιτηρών, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών, η Υδατοπρομήθεια οι Αγγλικές Βάσεις και τα Δημαρχεία. Αυτές οι συντεχνίες κρατήθηκαν έξω από την πολιτική σύγκρουση της εποχής και συνασπίστηκαν στην ΠΟΑΣ (Παγκύπρια Οργάνωση Ανεξαρτήτων Συντεχνιών). Η δημιουργία αυτών των συντεχνιών ήταν ενδεικτική του ότι ο συνδικαλισμός κατέστη κυρίαρχη κοινωνική πραγματικότητα προς το τέλος της βρετανικής δίοικησης στην Κύπρο.
Οι πιο σημαντικές και, όπως φάνηκε στη μετέπειτα πορεία, και οι πιο δυνατές κλαδικές συντεχνίες που δημιουργηθήκαν ήταν η ΠΑΣΥΔΥ (Παγκύπρια Συντεχνία Δημοσίων Υπαλλήλων) και η ΕΤΥΚ (Ένωση Τραπεζικών Υπαλλήλων Κύπρου), όπως επίσης και οι συντεχνίες της εκπαίδευσης ΠΟΕΔ-ΟΕΛΜΕΚ-ΟΛΤΕΚ. Λόγω της αρχικής ταύτισης του συνδικαλισμού με τον κομμουνισμό, οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους νευραλγικούς για την κοινωνία κλάδους αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες μέχρι να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα να σχηματίσουν τις οργανώσεις τους. Συχνά η υπονόμευση της ανάπτυξης του συνδικαλισμού στη δημόσια υπηρεσία εκφραζόταν με την μετάθεση στελεχών της κυβέρνησης από το κέντρο στην επαρχία και σε απομακρυσμένες περιοχές, ώστε να αποκόπτονται από τον κύριο όγκο των μελών και να εμποδίζονται στην εκτέλεση της συνδικαλιστικής τους εργασίας.
Η δεκαετία του 1950 ήταν μια μεταβατική δεκαετία, στην οποία επεκτάθηκαν και εδραιώθηκαν οι θεσμοί που είχαν αναπτυθχεί τις προηγούμενες δεκαετίες τόσο σε κρατικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Ήδη από το 1949 η αποικιακή κυβέρνηση αναγνωρίζει και πολιτικά το συνδικαλιστικό κίνημα μέσα από τη δημιουργία του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος, στο οποίο μετέχουν εκπρόσωποι των εργοδοτων, της κυβέρνησης και των εργαζομένων και συζητούν θέματα εργατικής πολιτικής. Η δημόσια υπηρεσία και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας αναπτύθχηκε σημαντικά δημιουργώντας μια καινούργια κοινωνική κατηγορία, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεσαία τάξη ή ως εργατική αριστοκρατία. Παράλληλα το συνδικαλιστικό κίνημα ανάπτυξε ένα σύστημα συντεχνιακών ασφαλίσεων, εισάγοντας στην εργατική τάξη την έννοια της κοινωνικής ασφάλισης και απαιτώντας από το αποικιακό κράτος να προχωρήσει στην επίσημη και καθολική εφαρμογή ενός ενιάιου συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων. Η αποικιακή κυβέρνηση ήταν αρχικά διστακτική και δήλωνε πως οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες. Ετοίμαζε μελέτες και συζητούσε το θέμα αλλά δεν προχωρούσε. Η πίεση όμως που ασκήθηκε από το συνδικαλιστικό και το αντιαποικιακό κίνημα ήταν συνεχής και έντονη. Έτσι το 1956, αφού είχε ήδη αρχίσει και η ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ, προχώρησε στη θέσπιση του πρώτου νομοσχεδίου για τη δημιουργία του συστήματος των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Κύπρο, καθιστώντας έτσι ένα πάγιο αίτημα της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος πραγματικότητα.

Βιβλιογραφία:
– Αντωνίου Λούκας και Σπύρου Σπύρος, Μικροδουλειές: παιδική εργασία στην Κύπρο στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα, 2005
– Christodoulou Demetrios, Inside the Cyprus miracle, University of Minessota, 1992
– Γρηγοριάδης Γρηγόρης, Ιστορία της ΣΕΚ, 1ος τόμος, 1994
– Κατσιαούνης Ρολάνδος, Η Διασκεπτική, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2000
– ΠΕΟ, Ιστορία ΠΣΕ-ΠΕΟ 1941-1991, Λευκωσία, 1991
– ΠΕΟ, Αγώνες για τον τιμάριθμο, 1940-1944, Λευκωσία, 1984
– Παιονίδης Πανίκος, Ανδρέας Ζιαρτίδης: χωρίς φόβο και πάθος, Λευκωσία, 1995
– Slocum John, The development of labour relations in Cyprus, Nicosia, 1972
– Σπαρσής Μίκης, Σύντομη ιστορία του εργατικού κινήματος και της οργάνωσης Κυπρίων εργοδοτών, Λευκωσία, 1999
– Φάντης Αντρέας, Το συνδικαλιστικό κίνημα στα χρόνια της Αγγλοκρατίας 1878-1960, Λευκωσία, 2006

ΠΗΓΗ : http://ngnm.vrahokipos.net/history/arthra/123———-1920-1960.html